Anonymous

πρόχνυ: Difference between revisions

From LSJ
6
(35)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> ολοσχερώς, εξ ολοκλήρου («ὡς ὤφελλ' Ἑλένης ἀπὸ φῡλον ὀλέσθαι [[πρόχνυ]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> γονατιστά, με τα γόνατα («[[πρόχνυ]] καθεζομένη», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πάρα]] πολύ («[[στύπος]] ἀμπέλου... [[πρόχνυ]] [[γεράνδρυον]]», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[πρόχνυ]] [[είναι]] συνθ. από την [[πρόθεση]] προ και τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>γνυ</i>- της λέξης [[γόνυ]] (<b>πρβλ.</b> [[γνύξ]]). Προβλήματα γεννά το δασύ -<i>χ</i>- του τ., το οποίο οφείλεται πιθ. σε εκφραστική δάσυνση. Το επίρρ. [[πρόχνυ]] με αρχική σημ. «[[πάνω]] στα γόνατα, με τα γόνατα [[προς]] τα [[εμπρός]]» χρησιμοποιήθηκε μτφ. με σημ. «ολοκληρωτικά, ολοσχερώς» [[κυρίως]] στο ομηρικό [[κείμενο]] [[μαζί]] με το ρ. [[ὄλλυμι]] «[[καταστρέφω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> ολοσχερώς, εξ ολοκλήρου («ὡς ὤφελλ' Ἑλένης ἀπὸ φῡλον ὀλέσθαι [[πρόχνυ]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> γονατιστά, με τα γόνατα («[[πρόχνυ]] καθεζομένη», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πάρα]] πολύ («[[στύπος]] ἀμπέλου... [[πρόχνυ]] [[γεράνδρυον]]», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[πρόχνυ]] [[είναι]] συνθ. από την [[πρόθεση]] προ και τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>γνυ</i>- της λέξης [[γόνυ]] (<b>πρβλ.</b> [[γνύξ]]). Προβλήματα γεννά το δασύ -<i>χ</i>- του τ., το οποίο οφείλεται πιθ. σε εκφραστική δάσυνση. Το επίρρ. [[πρόχνυ]] με αρχική σημ. «[[πάνω]] στα γόνατα, με τα γόνατα [[προς]] τα [[εμπρός]]» χρησιμοποιήθηκε μτφ. με σημ. «ολοκληρωτικά, ολοσχερώς» [[κυρίως]] στο ομηρικό [[κείμενο]] [[μαζί]] με το ρ. [[ὄλλυμι]] «[[καταστρέφω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρόχνῠ:''' επίρρ. ([[πρό]], [[γόνυ]]), στα [[γόνατα]], δηλ., γονατιστά, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., ὥς κεν ἀπόλωνται [[πρόχνυ]], θα φθαρούν, δηλ. θα καταλύσουν τον νόμο και θα χαθούν ολοκληρωτικά, στο ίδ.· ομοίως, [[πρόχνυ]] [[ὀλέσθαι]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}