Anonymous

προκαθίημι: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] εκ τών προτέρων<br /><b>2.</b> [[κατεβάζω]] ή [[ρίχνω]] [[κάτι]] [[κάτω]] [[προηγουμένως]] («[[προκαθίημι]] εἰς βαλανοδόκην βρόχον», Αιν. Τακτ.)<br /><b>3.</b> [[αποστέλλω]] εκ τών προτέρων («τοῡτον αὖ προκαθῆκεν ἐξαπατᾱν ὑμᾱς», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με [[πόλη]]) [[ρίχνω]], [[εμβάλλω]] [[προηγουμένως]] σε μια [[κατάσταση]] («εἰς δὲ τὴν ταραχὴν ταύτην... παραινῶ μὴ προκαθεῑναι τὴν πόλιν ἡμῶν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[προκαθίημι]] τὸν λόγον [ἡ τὴν δόξαν κ.λπ.]» — [[διαδίδω]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων, [[διασπείρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καθίημι]] «[[ρίχνω]], [[κατεβάζω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] εκ τών προτέρων<br /><b>2.</b> [[κατεβάζω]] ή [[ρίχνω]] [[κάτι]] [[κάτω]] [[προηγουμένως]] («[[προκαθίημι]] εἰς βαλανοδόκην βρόχον», Αιν. Τακτ.)<br /><b>3.</b> [[αποστέλλω]] εκ τών προτέρων («τοῡτον αὖ προκαθῆκεν ἐξαπατᾱν ὑμᾱς», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με [[πόλη]]) [[ρίχνω]], [[εμβάλλω]] [[προηγουμένως]] σε μια [[κατάσταση]] («εἰς δὲ τὴν ταραχὴν ταύτην... παραινῶ μὴ προκαθεῑναι τὴν πόλιν ἡμῶν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[προκαθίημι]] τὸν λόγον [ἡ τὴν δόξαν κ.λπ.]» — [[διαδίδω]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων, [[διασπείρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καθίημι]] «[[ρίχνω]], [[κατεβάζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προκαθίημι:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κάθομαι]] από [[πριν]]· μεταφ., πόλιν [[προκαθίημι]] εἰς ταραχήν, [[ρίχνω]] την πόλη σε [[σύγχυση]], την [[φέρνω]] σε [[αναταραχή]], σε Δημ.· <i>προκαθίημί τινα ἐξαπατᾶν</i>, [[τοποθετώ]] ένα [[πρόσωπο]] [[μπροστά]] μου με σκοπό να παραπλανήσω, να εξαπατήσω, στον ίδ.
}}
}}