Anonymous

πρύμνη: Difference between revisions

From LSJ
6
(35)
(6)
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πρύμνα]], η, ΝΜΑ, και [[πρύμη]] Ν<br /><b>1.</b> το [[πίσω]] [[μέρος]] του πλοίου όπου βρίσκεται το [[πηδάλιο]] (α. «τρέμει στην [[πρύμνη]] η [[κόρη]] καθισμένη», <b>Σολωμ.</b><br />β. «ἐκ πρύμνης ῥίψαντες ἀγκύρας», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ολόκληρο]] το οπίσθιο [[τμήμα]] του καταστρώματος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐπὶ [[πρύμνη]](ν) [ή [[κατά]] [[πρύμνα]](ν)] ἀνακρούομαι» — [[οπισθοδρομώ]] [[χωρίς]] να στρέψω το [[πλοίο]], κν. πάω με την [[πρύμνη]]<br />β) «[[ανακρούω]] [[πρύμνα]](ν)»<br />i) [[στρίβω]] το [[πλοίο]] και [[φεύγω]] [[προς]] την αντίθετη [[κατεύθυνση]]<br />ii) <b>μτφ.</b> [[μεταβάλλω]] [[γνώμη]] ή [[στάση]], κν. τα [[στρίβω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Πρύμνη</i><br /><b>αστρον.</b> [[νότιος]] [[αστερισμός]], ένα από τα [[πέντε]] τμήματα στα οποία χωρίστηκε ο [[αστερισμός]] της Αργούς<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[βολή]] [[κατά]] πρύμναν»<br />(ναυτ. -στρ.) [[βολή]] από τα πρυμναία πυροβολεία πλοίου που αποσύρεται από το [[πεδίο]] ναυμαχίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>aἱ πρύμναι</i><br />οι υπώρειες, οι [[πρόποδες]] όρους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «χωρῶ πρύμναν»<br />(για [[πλοίο]]) [[οπισθοχωρώ]], [[υποχωρώ]]<br />β) «[[πρύμνα]] πόλεος»<br /><b>μτφ.</b> i) η Ακρόπολη<br />ii) το [[σκάφος]] της πολιτείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[πρύμνη]] αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του θηλ. του επιθ. [[πρυμνός]], με αναβιβασμό του τόνου, και απαντά αρχικά ως επίθ. (<b>πρβλ.</b> [[πρύμνη]] [[ναῦς]]) και στη [[συνέχεια]], ήδη στον <b>Ομ.</b>, ως ουσ. Κατά μία [[άποψη]], το επίθ. [[πρυμνός]] προέρχεται από την [[πρόθεση]] <i>πρό</i> (για τη δυσερμήνευτη —πιθ. αιολ. — [[τροπή]] του -<i>ο</i>- σε -<i>υ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[διαπρύσιος]] πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[διαπρό]]) με [[επίθημα]] -<i>mno</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>ni</i>-<i>mna</i>- «[[βαθύς]]»). Ωστόσο, η [[πρόθεση]] <i>πρό</i> θα έπρεπε να δηλώνει αυτό που προηγείται, που προβάλλει, [[πράγμα]] που αντιτίθεται [[προς]] τη σημ. του [[πρυμνός]] «[[έσχατος]], [[τελευταίος]], [[κατώτατος]]». Η [[άποψη]] ότι η λ. [[πρύμνη]] προήλθε από συμφυρμό ενός αμάρτυρου <i>πύμνη</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πύματος]] «[[έσχατος]], [[τελευταίος]]») με τη λ. [[πρῷρα]], όπως και η σύνδεσή της με τον τ. [[πρέμνον]] «το κατώτερο [[μέρος]] του κορμού ενός δέντρου, [[βάση]]» ή με το αρχ. σλαβ. <i>krŭma</i> «[[πρύμνη]]», δεν θεωρούνται πιθανές. Ο νεοελλ. τ. [[πρύμη]] με ανομοιωτική [[αποβολή]] του έρρινου -<i>ν</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πρυμναίος]], [[πρύμνηθεν]], [[πρυμνήσιος]], [[πρυμνήτης]], [[πρυμνόθεν]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πρύμναδε]], [[Πρυμνεύς]], [[πρυμνικός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πρυμνίτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πρυμάτσα]], [[πρυμίζω]], <i>πρυμ</i>(<i>ν</i>)<i>ιός</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[πρυμνούχος]], [[πρυμνώρεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πρυμνοδέτης]], [[πρυμνόδετος]], [[πρυμνόσκοινο]]. (Β συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αιολόπρυμνος]], [[αμφίπρυμνος]], [[δίπρυμνος]], [[εξάπρυμνος]], [[εύπρυμνος]], [[καμπυλόπρυμνος]], [[λεπτόπρυμνος]], [[ορθόπρυμνος]], [[υψίπρυμνος]], [[χρυσόπρυμνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αντίπρυμνος</i>, <i>κατάπρυμνος</i>, [[υπόπρυμνος]]].
|mltxt=και [[πρύμνα]], η, ΝΜΑ, και [[πρύμη]] Ν<br /><b>1.</b> το [[πίσω]] [[μέρος]] του πλοίου όπου βρίσκεται το [[πηδάλιο]] (α. «τρέμει στην [[πρύμνη]] η [[κόρη]] καθισμένη», <b>Σολωμ.</b><br />β. «ἐκ πρύμνης ῥίψαντες ἀγκύρας», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ολόκληρο]] το οπίσθιο [[τμήμα]] του καταστρώματος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐπὶ [[πρύμνη]](ν) [ή [[κατά]] [[πρύμνα]](ν)] ἀνακρούομαι» — [[οπισθοδρομώ]] [[χωρίς]] να στρέψω το [[πλοίο]], κν. πάω με την [[πρύμνη]]<br />β) «[[ανακρούω]] [[πρύμνα]](ν)»<br />i) [[στρίβω]] το [[πλοίο]] και [[φεύγω]] [[προς]] την αντίθετη [[κατεύθυνση]]<br />ii) <b>μτφ.</b> [[μεταβάλλω]] [[γνώμη]] ή [[στάση]], κν. τα [[στρίβω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Πρύμνη</i><br /><b>αστρον.</b> [[νότιος]] [[αστερισμός]], ένα από τα [[πέντε]] τμήματα στα οποία χωρίστηκε ο [[αστερισμός]] της Αργούς<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[βολή]] [[κατά]] πρύμναν»<br />(ναυτ. -στρ.) [[βολή]] από τα πρυμναία πυροβολεία πλοίου που αποσύρεται από το [[πεδίο]] ναυμαχίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>aἱ πρύμναι</i><br />οι υπώρειες, οι [[πρόποδες]] όρους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «χωρῶ πρύμναν»<br />(για [[πλοίο]]) [[οπισθοχωρώ]], [[υποχωρώ]]<br />β) «[[πρύμνα]] πόλεος»<br /><b>μτφ.</b> i) η Ακρόπολη<br />ii) το [[σκάφος]] της πολιτείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[πρύμνη]] αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του θηλ. του επιθ. [[πρυμνός]], με αναβιβασμό του τόνου, και απαντά αρχικά ως επίθ. (<b>πρβλ.</b> [[πρύμνη]] [[ναῦς]]) και στη [[συνέχεια]], ήδη στον <b>Ομ.</b>, ως ουσ. Κατά μία [[άποψη]], το επίθ. [[πρυμνός]] προέρχεται από την [[πρόθεση]] <i>πρό</i> (για τη δυσερμήνευτη —πιθ. αιολ. — [[τροπή]] του -<i>ο</i>- σε -<i>υ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[διαπρύσιος]] πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[διαπρό]]) με [[επίθημα]] -<i>mno</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>ni</i>-<i>mna</i>- «[[βαθύς]]»). Ωστόσο, η [[πρόθεση]] <i>πρό</i> θα έπρεπε να δηλώνει αυτό που προηγείται, που προβάλλει, [[πράγμα]] που αντιτίθεται [[προς]] τη σημ. του [[πρυμνός]] «[[έσχατος]], [[τελευταίος]], [[κατώτατος]]». Η [[άποψη]] ότι η λ. [[πρύμνη]] προήλθε από συμφυρμό ενός αμάρτυρου <i>πύμνη</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πύματος]] «[[έσχατος]], [[τελευταίος]]») με τη λ. [[πρῷρα]], όπως και η σύνδεσή της με τον τ. [[πρέμνον]] «το κατώτερο [[μέρος]] του κορμού ενός δέντρου, [[βάση]]» ή με το αρχ. σλαβ. <i>krŭma</i> «[[πρύμνη]]», δεν θεωρούνται πιθανές. Ο νεοελλ. τ. [[πρύμη]] με ανομοιωτική [[αποβολή]] του έρρινου -<i>ν</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πρυμναίος]], [[πρύμνηθεν]], [[πρυμνήσιος]], [[πρυμνήτης]], [[πρυμνόθεν]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πρύμναδε]], [[Πρυμνεύς]], [[πρυμνικός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πρυμνίτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πρυμάτσα]], [[πρυμίζω]], <i>πρυμ</i>(<i>ν</i>)<i>ιός</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[πρυμνούχος]], [[πρυμνώρεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πρυμνοδέτης]], [[πρυμνόδετος]], [[πρυμνόσκοινο]]. (Β συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αιολόπρυμνος]], [[αμφίπρυμνος]], [[δίπρυμνος]], [[εξάπρυμνος]], [[εύπρυμνος]], [[καμπυλόπρυμνος]], [[λεπτόπρυμνος]], [[ορθόπρυμνος]], [[υψίπρυμνος]], [[χρυσόπρυμνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αντίπρυμνος</i>, <i>κατάπρυμνος</i>, [[υπόπρυμνος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρύμνη:''' Ιων. αντί [[πρύμνα]].
}}
}}