Anonymous

προσπλάσσω: Difference between revisions

From LSJ
6
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ, και αττ. τ. προσπλάττω Α<br /><b>μσν.</b><br />[[προσδίδω]] σε κάποιον [[κάτι]] («τί τῷ μύρμηκι λέοντος προσπλάττεις ἀλκήν», <b>Ευστ.</b> Πον.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]], [[πλάθω]] [[κάτι]] προσκολλώντας το [[πάνω]] σε [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[αυξάνω]] [[κάτι]] επιπροσθέτως<br /><b>3.</b> [[προσθέτω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>προσπλάσσομαι</i><br />α) εφαρμόζομαι ως [[έμπλαστρο]]<br />β) αλείφομαι [[πάνω]] σε [[κάτι]], επαλείφομαι<br />γ) προσκολλώμαι [[κάπου]]<br />δ) (για το [[σώμα]]) αυξάνομαι [[συνεχώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλάσσω]] «[[πλάθω]]»].
|mltxt=ΜΑ, και αττ. τ. προσπλάττω Α<br /><b>μσν.</b><br />[[προσδίδω]] σε κάποιον [[κάτι]] («τί τῷ μύρμηκι λέοντος προσπλάττεις ἀλκήν», <b>Ευστ.</b> Πον.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]], [[πλάθω]] [[κάτι]] προσκολλώντας το [[πάνω]] σε [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[αυξάνω]] [[κάτι]] επιπροσθέτως<br /><b>3.</b> [[προσθέτω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>προσπλάσσομαι</i><br />α) εφαρμόζομαι ως [[έμπλαστρο]]<br />β) αλείφομαι [[πάνω]] σε [[κάτι]], επαλείφομαι<br />γ) προσκολλώμαι [[κάπου]]<br />δ) (για το [[σώμα]]) αυξάνομαι [[συνεχώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλάσσω]] «[[πλάθω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσπλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-άσω</i>, [[πλάθω]] ή [[σχηματίζω]] πάνω σε — Παθ., μτχ. παρακ., <i>νεοσσιαὶ προσπεπλασμέναι ἐκ πηλοῦ πρὸς ἀποκρήμνοισι οὔρεσι</i>, φωλιές που σχηματίστηκαν από πηλό και προσκολλήθηκαν σε απόκρημνα όρη, σε Ηρόδ.
}}
}}