Anonymous

πύανος: Difference between revisions

From LSJ
6
(35)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και λακων. τ. πούαμος, ό, και ετερογ. πληθ. πύανα, τὰ, Α<br /><b>1.</b> [[έδεσμα]] από βρασμένο [[σιτάρι]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ πύανοι</i><br />οι κύαμοι, τα [[κουκιά]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «πούαμος<br />κύαμοι ἑφθοί».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[κύαμος]], [[χωρίς]] όμως να [[είναι]] δυνατόν να καθοριστεί η [[ακριβής]] ετυμολογική τους [[σχέση]]. Κατά μία [[άποψη]], [[αρχικός]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί [[ένας]] [[αμάρτυρος]] τ. <i>πύαμος</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>pu</i>-/ <i>peu</i>-, ηχομιμητικός τ. που αποδίδει τον ήχο του φαγητού που βράζει), απ' όπου και προήλθαν οι τ. [[πύανος]] και [[κύαμος]] με διαφορετικού είδους ανομοιώσεις].
|mltxt=και λακων. τ. πούαμος, ό, και ετερογ. πληθ. πύανα, τὰ, Α<br /><b>1.</b> [[έδεσμα]] από βρασμένο [[σιτάρι]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ πύανοι</i><br />οι κύαμοι, τα [[κουκιά]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «πούαμος<br />κύαμοι ἑφθοί».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[κύαμος]], [[χωρίς]] όμως να [[είναι]] δυνατόν να καθοριστεί η [[ακριβής]] ετυμολογική τους [[σχέση]]. Κατά μία [[άποψη]], [[αρχικός]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί [[ένας]] [[αμάρτυρος]] τ. <i>πύαμος</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>pu</i>-/ <i>peu</i>-, ηχομιμητικός τ. που αποδίδει τον ήχο του φαγητού που βράζει), απ' όπου και προήλθαν οι τ. [[πύανος]] και [[κύαμος]] με διαφορετικού είδους ανομοιώσεις].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πύᾰνος:''' ὁ, [[κουκί]].
}}
}}