ῥίπτω: Difference between revisions

2,518 bytes added ,  31 December 2018
6
(36)
(6)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, Α<br />[[ῥίπτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνιος παρλλ τ. του [[ῥίπτω]] [[κατά]] τα συνηρημένα].
|mltxt=-έω, Α<br />[[ῥίπτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνιος παρλλ τ. του [[ῥίπτω]] [[κατά]] τα συνηρημένα].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥίπτω:''' Ιων. παρατ. [[ῥίπτασκον]] ή <i>-εσκον</i>· μέλ. [[ῥίψω]], αόρ. αʹ <i>ἔρριψα</i>, Επικ. <i>ῥῖψα</i>, παρακ. <i>ἔρρῑφα</i> — Παθ., μέλ. αʹ <i>ῥιφθήσομαι</i>, μέλ. βʹ <i>ῥῐφήσομαι</i>, μέλ. γʹ <i>ἐρρίψομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐρρίφθην</i>, αόρ. βʹ ἐρρίφην [ῐ], παρακ. [[ἔρριμμαι]], γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἔρριπτο</i>, Επικ. [[ἐρέριπτο]]·<br /><b class="num">I.</b> [[ρίχνω]], [[ρίχνω]] [[βολή]], [[εξακοντίζω]], [[εκσφενδονίζω]], [[εκτοξεύω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ῥίπτωχθονί</i>, [[ρίχνω]] στο [[έδαφος]], [[ρίχνω]] χάμω, [[καταγής]], σε Σοφ.· [[ρίχνω]] τα δίχτυα, Παθ., ἔρριπται ὁ [[βόλος]], τα δίχτυα ρίχτηκαν, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.· [[ρίχνω]] [[τριγύρω]] ή [[πετώ]] εδώ κι [[εκεί]], <i>πλοκάμους</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποβάλλω]], αποδιώχνω, [[εξορίζω]] απ' το [[σπίτι]] ή τη [[χώρα]], σε Σοφ. — Παθ., <i>μὴῥιφθῶ κυσίν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[ρίχνω]] [[μακριά]] ή [[πετώ]] από πάνω μου, [[βγάζω]], [[αποβάλλω]], [[απομακρύνω]], λέγεται για όπλα, ρούχα, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">IV.</b> [[ῥίπτω]] λόγους, [[εξαπολύω]] [[λόγια]], τα [[εκτοξεύω]], σε Αισχύλ., Ευρ.· [[αλλά]], επίσης, [[μιλώ]] εις [[μάτην]], [[μιλώ]] στον αέρα, σε Αισχύλ., Ευρ. — Παθ., <i>οἴχεται ταῦτ'ἐρριμμένα</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">V.</b> [[ρίχνω]] κλήρους ή κύβους, [[ρίχνω]] ζάρια, [[ριψοκινδυνεύω]], [[διακινδυνεύω]], σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">VI.</b> [[ῥίπτω]] ἑαυτόν, ρίχνομαι [[κάτω]], <i>ἀποθνῄσκουσιν οἱ μὲν ῥίπτοντες ἑαυτούς</i>, <i>οἱ δὲ ἀπαγχόμενοι</i>, σε Ξεν.· μεταγεν., απόλ., <i>ῥίπτειν</i>, ρίχνομαι· <i>ἐς πόντον</i>, σε Θέογν.· <i>ἐς τάφρον</i>, σε Ευρ.
}}
}}