Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σαφηνής: Difference between revisions

From LSJ
6
(36)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ές, ΝΑ, και δωρ. τ. [[σαφανής]] Α<br />[[σαφής]] («[[λόγος]] κρατεῑ σαφηνὴς τοῡτο κοὐκ ἑνὶ [[στάσις]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo σαφηνές</i><br />η απλή και καθαρή [[αλήθεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σαφηνῶς</i> και ιων. τ. [[σαφηνέως]] Α<br />(συν. με λεκτικά ρήματα) με [[σαφήνεια]], με [[βεβαιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάφα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηνής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἆνος</i> «όψη, [[πρόσωπο]]»), <b>πρβλ.</b> <i>προσ</i>-<i>ηνής</i>, με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως (<b>βλ.</b> και λ. [[πρηνής]])].———————— <b>(II)</b><br />-ές, Ν<br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[σαφηνής]] [[φλέβα]]»<br /><b>ανατ.</b> καθεμία από τις δύο φλέβες που συλλέγουν το [[αίμα]] του επιπολής φλεβικού δικτύου καθενός από τα [[κάτω]] [[άκρα]] (α. «[[μείζων]] [[σαφηνής]] [[φλέβα]]» β. «[[ελάσσων]] [[σαφηνής]] [[φλέβα]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σαφηνές [ή μείζον σαφηνές] [[νεύρο]]» — [[κλάδος]] του μηριαίου νεύρου, που πορεύεται [[μαζί]] με τη μείζονα σαφηνή [[φλέβα]] [[μέχρι]] το έσω [[χείλος]] του άκρου ποδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>saphenous vein</i> <span style="color: red;"><</span> <i>saphena</i> <span style="color: red;"><</span> αραβ. <i>s</i><i>ā</i><i>f</i><i>ī</i><i>n</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ές, ΝΑ, και δωρ. τ. [[σαφανής]] Α<br />[[σαφής]] («[[λόγος]] κρατεῑ σαφηνὴς τοῡτο κοὐκ ἑνὶ [[στάσις]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo σαφηνές</i><br />η απλή και καθαρή [[αλήθεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σαφηνῶς</i> και ιων. τ. [[σαφηνέως]] Α<br />(συν. με λεκτικά ρήματα) με [[σαφήνεια]], με [[βεβαιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάφα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηνής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἆνος</i> «όψη, [[πρόσωπο]]»), <b>πρβλ.</b> <i>προσ</i>-<i>ηνής</i>, με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως (<b>βλ.</b> και λ. [[πρηνής]])].———————— <b>(II)</b><br />-ές, Ν<br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[σαφηνής]] [[φλέβα]]»<br /><b>ανατ.</b> καθεμία από τις δύο φλέβες που συλλέγουν το [[αίμα]] του επιπολής φλεβικού δικτύου καθενός από τα [[κάτω]] [[άκρα]] (α. «[[μείζων]] [[σαφηνής]] [[φλέβα]]» β. «[[ελάσσων]] [[σαφηνής]] [[φλέβα]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σαφηνές [ή μείζον σαφηνές] [[νεύρο]]» — [[κλάδος]] του μηριαίου νεύρου, που πορεύεται [[μαζί]] με τη μείζονα σαφηνή [[φλέβα]] [[μέχρι]] το έσω [[χείλος]] του άκρου ποδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>saphenous vein</i> <span style="color: red;"><</span> <i>saphena</i> <span style="color: red;"><</span> αραβ. <i>s</i><i>ā</i><i>f</i><i>ī</i><i>n</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σᾰφηνής:''' Δωρ. -ᾱνής, <i>-ές</i>, = [[σαφής]], σε Αισχύλ., Σοφ.· <i>τὸ σαφανές</i>, καθαρή, αδιαμφισβήτητη [[αλήθεια]], σε Πίνδ.· επίρρ. <i>-νῶς</i>, σε Θέογν., Αισχύλ.· Ιων. -[[νέως]], σε Ηρόδ.
}}
}}