Anonymous

ῥίψοπλος: Difference between revisions

From LSJ
6
(36)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που κάνει τους πολεμιστές να ρίχνουν τα όπλα («ἀνδρολέτειραν... ῥίψοπλον ἄταν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> [[ῥίπτω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οπλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὅπλον]]), <b>πρβλ.</b> <i>φέρ</i>-<i>οπλος</i>, <i>χρύσ</i>-<i>οπλος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που κάνει τους πολεμιστές να ρίχνουν τα όπλα («ἀνδρολέτειραν... ῥίψοπλον ἄταν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> [[ῥίπτω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οπλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὅπλον]]), <b>πρβλ.</b> <i>φέρ</i>-<i>οπλος</i>, <i>χρύσ</i>-<i>οπλος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥίψοπλος:''' -ον, αυτός που ρίχνει από πάνω του τα όπλα του, [[προδότης]], [[δειλός]], σε Αισχύλ.
}}
}}