Anonymous

σησάμη: Difference between revisions

From LSJ
6
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ Μ<br />το [[φυτό]] [[σήσαμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. του [[σήσαμον]].
|mltxt=ἡ Μ<br />το [[φυτό]] [[σήσαμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. του [[σήσαμον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σησάμη:''' [ᾰ], ἡ, [[σησάμη]] ([[σουσαμιά]]), [[φυτό]] από τον καρπό του οποίου ([[σήσαμον]]) εξαγόταν [[κατόπιν]] εκθλίψεως είδος λαδιού, το [[σησαμέλαιο]]. (άγν. προέλ.).
}}
}}