Anonymous

ῥύομαι: Difference between revisions

From LSJ
2,449 bytes added ,  31 December 2018
6
(36)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ῥύομαι]] ΝΜΑ<br /><b>(αποθ.)</b> [[απαλλάσσω]] κάποιον από κίνδυνο, [[λυτρώνω]], [[διασώζω]] (α. «ἀλλὰ ῥῡσαι ἡμᾱς ἀπὸ τοῡ πονηροῡ», ΚΔ<br />β. «ῥῡσαι σεαυτὸν καὶ πόλιν, ῥῡσαι δ' ἐμέ, ῥῡσαι δὲ πᾱν [[μίασμα]] τοῡ τεθνηκότος» — λύτρωσε τον εαυτό σου και την [[πόλη]], σώσε και εμένα, απάλλαξέ μας από [[κάθε]] [[μίασμα]] που προέρχεται από τον πεθαμένο, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προστατεύω]], [[υπερασπίζω]] («ἀμφὶ δὲ τάφρον ἤλασαν... [[ὄφρα]] [[σφιν]] νῆάς τε θοὰς...ἐντὸς ἔχον ῥύοιτο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για βασιλείς, ηγεμόνες ή και για χοιροβοσκούς, φύλακες) [[επιτηρώ]], [[φυλάγω]]<br /><b>3.</b> [[κρατώ]], [[συγκρατώ]] κάποιον ώστε να μην φύγει, [[εμποδίζω]], [[αναχαιτίζω]]<br /><b>4.</b> [[αποκρούω]], [[απομακρύνω]]<br /><b>5.</b> [[σώζω]] από [[ασθένεια]], [[θεραπεύω]]<br /><b>6.</b> ([[χωρίς]] τη σημ. της προστασίας) [[καλύπτω]] («ὡς ῥύσαιτο περὶ χροΐ [[μήδεα]] φωτός», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[ελευθερώνω]] με [[λύτρα]]<br />8) <b>μτφ.</b> [[παρέχω]] [[αντιστάθμισμα]] («ἔργῳ γὰρ ἀγαθῷ ῥύσεσθαι τὰς αἰτίας», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ἐρύω]] (ΙΙ)].———————— <b>(II)</b><br />Α<br />[[σύρω]], [[τραβώ]] κάποιον ή [[κάτι]] [[προς]] το [[μέρος]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ἐρύω]] (Ι)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ῥύομαι]] ΝΜΑ<br /><b>(αποθ.)</b> [[απαλλάσσω]] κάποιον από κίνδυνο, [[λυτρώνω]], [[διασώζω]] (α. «ἀλλὰ ῥῡσαι ἡμᾱς ἀπὸ τοῡ πονηροῡ», ΚΔ<br />β. «ῥῡσαι σεαυτὸν καὶ πόλιν, ῥῡσαι δ' ἐμέ, ῥῡσαι δὲ πᾱν [[μίασμα]] τοῡ τεθνηκότος» — λύτρωσε τον εαυτό σου και την [[πόλη]], σώσε και εμένα, απάλλαξέ μας από [[κάθε]] [[μίασμα]] που προέρχεται από τον πεθαμένο, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προστατεύω]], [[υπερασπίζω]] («ἀμφὶ δὲ τάφρον ἤλασαν... [[ὄφρα]] [[σφιν]] νῆάς τε θοὰς...ἐντὸς ἔχον ῥύοιτο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για βασιλείς, ηγεμόνες ή και για χοιροβοσκούς, φύλακες) [[επιτηρώ]], [[φυλάγω]]<br /><b>3.</b> [[κρατώ]], [[συγκρατώ]] κάποιον ώστε να μην φύγει, [[εμποδίζω]], [[αναχαιτίζω]]<br /><b>4.</b> [[αποκρούω]], [[απομακρύνω]]<br /><b>5.</b> [[σώζω]] από [[ασθένεια]], [[θεραπεύω]]<br /><b>6.</b> ([[χωρίς]] τη σημ. της προστασίας) [[καλύπτω]] («ὡς ῥύσαιτο περὶ χροΐ [[μήδεα]] φωτός», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[ελευθερώνω]] με [[λύτρα]]<br />8) <b>μτφ.</b> [[παρέχω]] [[αντιστάθμισμα]] («ἔργῳ γὰρ ἀγαθῷ ῥύσεσθαι τὰς αἰτίας», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ἐρύω]] (ΙΙ)].———————— <b>(II)</b><br />Α<br />[[σύρω]], [[τραβώ]] κάποιον ή [[κάτι]] [[προς]] το [[μέρος]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ἐρύω]] (Ι)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥύομαι:''' μέλ. ῥύσομαι [ῡ]· αόρ. αʹ <i>ἐρρῡσάμην</i>· Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ <i>ἔρῡτο</i>, γʹ πληθ. <i>ἔρυντο</i>, ῥύᾰτο [ῡ], απαρ. [[ῥῦσθαι]]· αποθ., [[αλλά]] και αόρ. αʹ <i>ἐρρύσθην</i> με Παθ. [[σημασία]]·<br /><b class="num">I.</b> [[σύρω]] προς τον εαυτό μου, δηλ. σύροντας [[βγάζω]] απ' τον κίνδυνο, [[σώζω]], [[λυτρώνω]], σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· <i>ῥύομαί τινα ὑπὲκ θανάτου</i>, <i>ὑπὲκ κακοῦ</i>, [[σώζω]] κάποιον από..., σε Όμηρ.· ομοίως, με γεν., <i>ῥύομαί τινατοῦ μὴ κατακαυθῆναι</i>, σε Ηρόδ.· ή μόνο με απαρ., ῥύομαί τινα [[θανεῖν]] ή <i>μὴ κατθανεῖν</i>, σε Ευρ.· επίσης, [[σώζω]] από [[ασθένεια]], [[γιατρεύω]], [[θεραπεύω]], σε Ηρόδ.· [[ελευθερώνω]], [[απολυτρώνω]], [[αποδεσμεύω]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐκ δουλοσύνης</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> γενικά, [[θωρακίζω]], [[φρουρώ]], [[περιφρουρώ]], [[προστατεύω]], λέγεται για φύλακες, προστάτες θεούς, ηγεμόνες, βασιλείς κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, για αμυντικό οπλισμό, όπλα, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> στο Σοφ., το <i>ῥῦσαι</i> με [[διπλή]] [[σημασία]], <i>ῥῦσαι σεαυτόν..</i>., ῥῦσαι δὲ [[μίασμα]] τοῦ τεθνηκότος, λύτρωσε τον εαυτό [[σου]]..., και απάλλαξέ μας από το [[μίασμα]]· ομοίως και, ῥύσεσθαι [[τὰς]] αἰτίας, να απαλλάξει από τις κατηγορίες, να αναιρέσει τις κατηγορίες, σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[σύρω]] [[πίσω]], [[αναχαιτίζω]], [[εμποδίζω]], [[ανακόπτω]], [[αναστέλλω]], [[παρεμποδίζω]], σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.<br /><b class="num">IV.</b> [[αποκρούω]], [[απομακρύνω]], [[κρατώ]] σε [[απόσταση]], σε Πίνδ.
}}
}}