Anonymous

σκολιότης: Difference between revisions

From LSJ
6
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />sinuosité ; courbure.<br />'''Étymologie:''' [[σκολιός]].
|btext=ητος (ἡ) :<br />sinuosité ; courbure.<br />'''Étymologie:''' [[σκολιός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκολιότης:''' -ητος, ἡ, [[δυστροπία]], [[αδικία]], [[απάτη]], [[δόλος]], [[διαστροφή]], σε Πλούτ.· στον πληθ. οι ελικοειδείς στροφές του ποταμού κ.λπ., σε Στράβ.
}}
}}