Anonymous

σκυτοτομικός: Difference between revisions

From LSJ
6
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σκυτοτόμος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε σκυτοτόμο («τὸ σκυτοτομικὸν [[πλῆθος]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[σκυτοτομικός]]<br />ο [[σκυτοτόμος]] («τὸν μὲν σκυτοτομικὸν φύσει ὀρθῶς ἔχειν σκυτοτομεῑν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ σκυτοτομική</i><br />η [[σκυτοτομία]].
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σκυτοτόμος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε σκυτοτόμο («τὸ σκυτοτομικὸν [[πλῆθος]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[σκυτοτομικός]]<br />ο [[σκυτοτόμος]] («τὸν μὲν σκυτοτομικὸν φύσει ὀρθῶς ἔχειν σκυτοτομεῑν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ σκυτοτομική</i><br />η [[σκυτοτομία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκῡτοτομικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει σε ή είναι [[κατάλληλος]] για υποδηματοποιό, σε Αριστοφ.· ὁ [[σκυτοτομικός]] = ὁ [[σκυτοτόμος]], σε Πλάτ.· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), το προηγ., στον ίδ.
}}
}}