Anonymous

σκέπη: Difference between revisions

From LSJ
430 bytes added ,  31 December 2018
6
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[σκέπασμα]], [[κάλυμμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> προ [[κάλυψη]], [[προφύλαξη]], [[προστασία]], [[υπεράσπιση]] (α. «φύλαξόν με υπό την σκέπην σου», εκκλ.<br />β. «ὑπὸ τήν σκέπην τών σων [[προσέρχομαι]] πτερύγων», Πρόδρ.<br />γ. «ἐν σκέπῃ τοῡ πολέμου», [[προφύλαξη]] από τον πόλεμο, <b>Ηρόδ.</b><br />δ. «[[σκέπη]] τῶν πνευμάτων» — [[προφύλαξη]] από τους ανέμους, Ιπποκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πέπλος]]<br /><b>2.</b> (ανατ.-βιολ.) το [[επίπλοον]], αλλ. [[τσίπα]], [[μπόλια]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «έχω κάποιον [[κάτω]] από τη [[σκέπη]] μου» — [[προστατεύω]], [[προφυλάσσω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε [[αναφορά]] [[προς]] τον οπλισμό, [[ιδίως]] την [[ασπίδα]]) προστατευτική [[προκάλυψη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σκέπη]] δερματική» — το [[δέρμα]] του σώματος<br />β) «[[σκέπη]] τοῡ σώματος»<br />i) [[αμφίεση]], ρούχα<br />ii) η [[σάρκα]], που καλύπτει τα οστά<br />γ. «[[σκέπη]] [[φλοιῶτις]]» — [[φλοιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[σκέπας]] (<b>βλ.</b> και λ. [[σκέπας]])].
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[σκέπασμα]], [[κάλυμμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> προ [[κάλυψη]], [[προφύλαξη]], [[προστασία]], [[υπεράσπιση]] (α. «φύλαξόν με υπό την σκέπην σου», εκκλ.<br />β. «ὑπὸ τήν σκέπην τών σων [[προσέρχομαι]] πτερύγων», Πρόδρ.<br />γ. «ἐν σκέπῃ τοῡ πολέμου», [[προφύλαξη]] από τον πόλεμο, <b>Ηρόδ.</b><br />δ. «[[σκέπη]] τῶν πνευμάτων» — [[προφύλαξη]] από τους ανέμους, Ιπποκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πέπλος]]<br /><b>2.</b> (ανατ.-βιολ.) το [[επίπλοον]], αλλ. [[τσίπα]], [[μπόλια]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «έχω κάποιον [[κάτω]] από τη [[σκέπη]] μου» — [[προστατεύω]], [[προφυλάσσω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε [[αναφορά]] [[προς]] τον οπλισμό, [[ιδίως]] την [[ασπίδα]]) προστατευτική [[προκάλυψη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σκέπη]] δερματική» — το [[δέρμα]] του σώματος<br />β) «[[σκέπη]] τοῡ σώματος»<br />i) [[αμφίεση]], ρούχα<br />ii) η [[σάρκα]], που καλύπτει τα οστά<br />γ. «[[σκέπη]] [[φλοιῶτις]]» — [[φλοιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[σκέπας]] (<b>βλ.</b> και λ. [[σκέπας]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκέπη:''' ἡ ([[σκέπω]]), [[κάλυμμα]], [[καταφύγιο]], [[προστασία]], σε Ξεν.· με γεν., <i>ἐν σκέπῃ τοῦ πολέμου</i>, έχοντας [[προστασία]] [[έναντι]] του πολέμου, σε Ηρόδ.· <i>ὑπὸ τὴν Ῥωμαίων σκέπην</i>, υπό την [[προστασία]] των Ρωμαίων, σε Πολύβ.
}}
}}