Anonymous

σκολίωμα: Difference between revisions

From LSJ
6
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ώματος, τὸ, Α [[σκολιῶ]]<br /><b>1.</b> [[κύρτωμα]], καμπύλωμα<br /><b>2.</b> (για ποταμό ή δρόμο) [[καμπή]], [[στροφή]].
|mltxt=-ώματος, τὸ, Α [[σκολιῶ]]<br /><b>1.</b> [[κύρτωμα]], καμπύλωμα<br /><b>2.</b> (για ποταμό ή δρόμο) [[καμπή]], [[στροφή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκολίωμα:''' -ατος, τό ([[σκολιός]]), [[καμπή]], [[κυρτότητα]], [[στράβωμα]], σε Στράβ.
}}
}}