Anonymous

σιωπητέος: Difference between revisions

From LSJ
6
(Bailly1_4)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[σιωπάω]].
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[σιωπάω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σιωπητέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[σιωπάω]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να αποσιωπηθεί, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> <i>σιωπητέον</i>, [[κάτι]] που πρέπει να αποσιωπηθεί, στον ίδ.
}}
}}