Anonymous

σκίμπτομαι: Difference between revisions

From LSJ
6
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> μπήγομαι, καρφώνομαι<br /><b>2.</b> ωθώ [[προς]] τα [[εμπρός]]<br /><b>3.</b> [[πέφτω]] [[κοντά]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]] («ἢν [τὸ [[ῥῆγμα]]] ἐς τὴν [[φλέβα]] σκιμφθῇ», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[καυχιέμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό ρ. που συνδέεται πιθ. με τη λ. [[σκίπων]] και την [[οικογένεια]] του [[σκήπτω]]. Κατ' άλλους, το ρ. έχει σχηματιστεί με συμφυρμό από τα [[σκήπτω]] και [[χρίμπτω]] «[[πλησιάζω]], [[εγγίζω]]», [[υπόθεση]] που προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> μπήγομαι, καρφώνομαι<br /><b>2.</b> ωθώ [[προς]] τα [[εμπρός]]<br /><b>3.</b> [[πέφτω]] [[κοντά]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]] («ἢν [τὸ [[ῥῆγμα]]] ἐς τὴν [[φλέβα]] σκιμφθῇ», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[καυχιέμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό ρ. που συνδέεται πιθ. με τη λ. [[σκίπων]] και την [[οικογένεια]] του [[σκήπτω]]. Κατ' άλλους, το ρ. έχει σχηματιστεί με συμφυρμό από τα [[σκήπτω]] και [[χρίμπτω]] «[[πλησιάζω]], [[εγγίζω]]», [[υπόθεση]] που προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκίμπτομαι:''' = <i>σκήπτομαι</i>, [[ισχυρίζομαι]], διατείνομαι, [[προφασίζομαι]], επικαλούμαι, σε Πίνδ.
}}
}}