3,274,816
edits
(36) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />και δωρ. και βοιωτ. τ. ῥέδδω Α<br /><b>1.</b> [[πράττω]], [[διαπράττω]], [[κατορθώνω]] (α. «ὅσ' ἄν πεπνυμένος ἀνὴρ εἴποι καὶ ῥέζειε», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «[[οὐδέν]] σε ῥέξω [[κακά]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ. «ἡ [[πόλις]] ἡμᾱς οὐ [[καλῶς]] ἔρρεξε», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τελώ]] [[θυσία]], [[θυσιάζω]] («ῥέζουσι ἑκατόμβας ἀθανάτοις», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ῥέζω]] έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>wrg</i>- της ρίζας <i>werg</i>- της λ. [[ἔργον]] (<b>βλ. λ.</b> [[έργο]]) με [[επίθημα]] -<i>j</i>. Ο τ. <i>wrg</i>-<i>jω</i> θα έδινε [[είτε]] <i>Fράζω</i>, [[είτε]] <i>Fρόζω</i> (με διαφορετική [[αντιπροσώπευση]] της συνεσταλμένης βαθμίδας, <b>πρβλ.</b> τον ρηματ. τ. της Μυκηναϊκής <i>wozo</i>- = <i>Fόρζω</i>), απ' όπου προήλθε το ρ. [[ῥέζω]] με φωνηεντισμό -<i>ε</i>- αναλογικά [[προς]] το [[ἔργον]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το ρ. [[ῥέζω]] ανάγεται σε τ. <i>wreg</i>- της ρίζας, ο [[οποίος]] έχει προέλθει από την απαθή [[βαθμίδα]] <i>werg</i>- με [[μετάθεση]] τών φθόγγων (<b>πρβλ.</b> και λ. [[έρδω]])].———————— <b>(II)</b><br />Α<br /><b>δωρ.</b> [[βάφω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκή λ., η οποία, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], [[πρέπει]] να ανάγεται σε μια ΙΕ [[ρίζα]] <i>reg</i>- «[[βάφω]]» και να συνδέεται με τα αρχ. ινδ.: <i>rǻjyati</i> «βάφομαι, [[κοκκινίζω]]» και <i>r</i><i>ā</i><i>ga</i>- «[[χρωματισμός]], [[χρώμα]]». Προβλήματα, [[ωστόσο]], γεννά η [[απουσία]] του αναμενόμενου προθεματικού φωνήεντος, το οποίο απαντά [[συνήθως]] σε ελλ. λ. που προέρχονται από ΙΕ ρίζες που αρχίζουν από <i>r</i>- [[χωρίς]] αρκτικό <i>F</i>- ή <i>s</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ἐρυθρός]] <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>rubh</i>-, <i>ἐ</i>-<i>ρέφω</i> <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>rebh</i>-). Παρόμοια [[απόδοση]] του αρκτικού <i>r</i>- με <i>ῥ</i>- ([[χωρίς]] προθεματικό) παρατηρείται πολλές φορές σε κάποιες νεώτερες και [[συνήθως]] δάνειες λ. (<b>πρβλ.</b> αιγυπτιακό <i>ῥώψ</i>, λατ. <i>Ῥώμη</i>, [[ῥάφανος]]) [[καθώς]] και σε ορισμένους τ. που ανάγονται σε [[ονοματοποιία]] (<b>πρβλ.</b> [[ῥάζω]], [[επιφώνημα]] [[ῥυππαπαί]])]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />και δωρ. και βοιωτ. τ. ῥέδδω Α<br /><b>1.</b> [[πράττω]], [[διαπράττω]], [[κατορθώνω]] (α. «ὅσ' ἄν πεπνυμένος ἀνὴρ εἴποι καὶ ῥέζειε», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «[[οὐδέν]] σε ῥέξω [[κακά]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ. «ἡ [[πόλις]] ἡμᾱς οὐ [[καλῶς]] ἔρρεξε», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τελώ]] [[θυσία]], [[θυσιάζω]] («ῥέζουσι ἑκατόμβας ἀθανάτοις», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ῥέζω]] έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>wrg</i>- της ρίζας <i>werg</i>- της λ. [[ἔργον]] (<b>βλ. λ.</b> [[έργο]]) με [[επίθημα]] -<i>j</i>. Ο τ. <i>wrg</i>-<i>jω</i> θα έδινε [[είτε]] <i>Fράζω</i>, [[είτε]] <i>Fρόζω</i> (με διαφορετική [[αντιπροσώπευση]] της συνεσταλμένης βαθμίδας, <b>πρβλ.</b> τον ρηματ. τ. της Μυκηναϊκής <i>wozo</i>- = <i>Fόρζω</i>), απ' όπου προήλθε το ρ. [[ῥέζω]] με φωνηεντισμό -<i>ε</i>- αναλογικά [[προς]] το [[ἔργον]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το ρ. [[ῥέζω]] ανάγεται σε τ. <i>wreg</i>- της ρίζας, ο [[οποίος]] έχει προέλθει από την απαθή [[βαθμίδα]] <i>werg</i>- με [[μετάθεση]] τών φθόγγων (<b>πρβλ.</b> και λ. [[έρδω]])].———————— <b>(II)</b><br />Α<br /><b>δωρ.</b> [[βάφω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκή λ., η οποία, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], [[πρέπει]] να ανάγεται σε μια ΙΕ [[ρίζα]] <i>reg</i>- «[[βάφω]]» και να συνδέεται με τα αρχ. ινδ.: <i>rǻjyati</i> «βάφομαι, [[κοκκινίζω]]» και <i>r</i><i>ā</i><i>ga</i>- «[[χρωματισμός]], [[χρώμα]]». Προβλήματα, [[ωστόσο]], γεννά η [[απουσία]] του αναμενόμενου προθεματικού φωνήεντος, το οποίο απαντά [[συνήθως]] σε ελλ. λ. που προέρχονται από ΙΕ ρίζες που αρχίζουν από <i>r</i>- [[χωρίς]] αρκτικό <i>F</i>- ή <i>s</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ἐρυθρός]] <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>rubh</i>-, <i>ἐ</i>-<i>ρέφω</i> <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>rebh</i>-). Παρόμοια [[απόδοση]] του αρκτικού <i>r</i>- με <i>ῥ</i>- ([[χωρίς]] προθεματικό) παρατηρείται πολλές φορές σε κάποιες νεώτερες και [[συνήθως]] δάνειες λ. (<b>πρβλ.</b> αιγυπτιακό <i>ῥώψ</i>, λατ. <i>Ῥώμη</i>, [[ῥάφανος]]) [[καθώς]] και σε ορισμένους τ. που ανάγονται σε [[ονοματοποιία]] (<b>πρβλ.</b> [[ῥάζω]], [[επιφώνημα]] [[ῥυππαπαί]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ῥέζω:''' παρατ. <i>ἔρεζον</i>, Επικ. <i>ῥέζον</i>, Ιων. [[ῥέζεσκον]], μέλ. <i>ῥέξω</i>, αόρ. αʹ [[ἔρρεξα]], ποιητ. [[ἔρεξα]], Δωρ. μτχ. <i>ῥέξαις</i> — Παθ., μτχ. αορ. αʹ [[ῥεχθείς]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> κάνω, [[πράττω]], [[ενεργώ]], [[εκτελώ]], [[καταφέρνω]], [[κατορθώνω]], σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., σε Όμηρ.· με αιτ. πράγμ., [[εκτελώ]], [[πετυχαίνω]], [[κατορθώνω]], κάνω, φτιάχνω, [[πράττω]], στον ίδ. κ.λπ. — Παθ., [[μῆχος]] ῥεχθέντος κακοῦ, [[θεραπεία]], [[αποκατάσταση]] βλάβης, ζημιάς που έχει ήδη προκληθεί, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με [[διπλή]] αιτ. προσ. και πράγμ., κάνω [[κάτι]] σε κάποιον· <i>κακὸν ῥέζειν τινά</i>, σε Όμηρ.· <i>ἀγαθὰ ῥέζειν τινά</i>, στον ίδ.· επίσης, σπάνια, με δοτ. προσ., [[μηκέτι]] μοικακὰ ῥέζετε, μη με βλάπτετε [[άλλο]], πια, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ὅσαβροτοῖς ἔρεξας [[κακά]]</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> με επιτετ. [[σημασία]], εἴ τι [[νόος]] ῥέξει, εάν ο [[νους]] θα φανεί [[χρήσιμος]] σε [[κάτι]], εάν η [[απόφαση]] ωφελήσει σε [[κάτι]], εάν εξυπηρετήσει [[κάτι]] [[ολωσδιόλου]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> με ειδική [[σημασία]], (εκ)[[τελώ]] προσφορές, θυσίες, σε Όμηρ., Σοφ.· απόλ., [[προσφέρω]] [[θυσία]], όπως τα Λατ. operari, facere· <i>ῥέζειν θεῷ</i>, σε Όμηρ.· [[ενίοτε]], το θυσιαζόμενο τίθεται σε αιτ., <i>ῥέξω βοῦν ἦνιν</i>, θα τον θυσιάσω, στον ίδ. | |||
}} | }} |