3,276,318
edits
(38) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[στασιώτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που υποκινεί σε [[στάση]] («πολλών και στασιωτικῶν λόγων καὶ ὑποψιῶν προσγενομένων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[κλίση]] ή [[διάθεση]] για στάσεις, για εξεγέρσεις («στρασιωτικὸν τὸν μὴ ὁμόφυλον», <b>Αριστοτ.</b>). | |mltxt=-ή, -όν, Α [[στασιώτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που υποκινεί σε [[στάση]] («πολλών και στασιωτικῶν λόγων καὶ ὑποψιῶν προσγενομένων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[κλίση]] ή [[διάθεση]] για στάσεις, για εξεγέρσεις («στρασιωτικὸν τὸν μὴ ὁμόφυλον», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στᾰσιωτικός:''' -ή, -όν, αυτός που παρουσιάζει την [[ροπή]] να δημιουργεί φατρίες ή να υποκινεί εξεγέρσεις, [[επαναστατικός]], [[στασιαστικός]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |