Anonymous

στεγνός: Difference between revisions

From LSJ
6
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[στεγνός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο μη [[υγρός]], [[ξερός]], αυτός που δεν [[είναι]] βρεγμένος (α. «ο [[δρόμος]] ήταν [[στεγνός]]» β. «σκούπισέ τα με στεγνό [[πανί]]» γ. «[[φέρε]] [[στεγνά]] ξύλα για το [[τζάκι]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[αδύνατος]], [[ισχνός]] («[[στεγνός]] και σουρωμένος»)<br />β) [[ανιαρός]] (α. «στεγνό ύφος» β. «[[στεγνός]] [[συγγραφέας]]»)<br />γ) αυτός που δεν έχει χρήματα («[[είμαι]] [[στεγνός]], δεν έχω [[φράγκο]]»)<br />δ) αυτός που δεν έχει πιει [[κρασί]] ή [[άλλο]] οινοπνευματώδες<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στεγνά]] χείλη» — χείλη [[ξερά]] από τη [[δίψα]] ή από πυρετό<br />β) «[[στεγνά]] μάτια» — μάτια [[χωρίς]] δάκρυα<br />γ) «στεγνό [[φίλτρο]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[φίλτρο]] καθαρισμού του αέρα εσωτερικών χώρων<br />(μσν.-αρχ) [[στεγανός]], [[αδιάβροχος]] («οἰκήματα στεγνὰ πρὸς [[ὕδωρ]] καὶ πρὸς χιόνα», Ιπποκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δυσκοίλιος]], αυτός που πάσχει από [[δυσκοιλιότητα]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί [[δυσκοιλιότητα]] («τὰ στεγνὰ περὶ τὴν κύστιν [[πάθη]]», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ στεγνόν</i><br />στεγασμένο [[οίκημα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «στεγνὰ πτερά» — μεμβρανώδη φτερά σαν της νυχτερίδας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[στεγνά]] Ν<br /><b>1.</b> [[χωρίς]] [[νερό]] ή [[χωρίς]] [[υγρασία]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[χωρίς]] [[ικμάδα]], αχνά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>στεγ</i>- του [[στέγω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>νός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τερπ</i>-<i>νός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό / [[στεγνός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο μη [[υγρός]], [[ξερός]], αυτός που δεν [[είναι]] βρεγμένος (α. «ο [[δρόμος]] ήταν [[στεγνός]]» β. «σκούπισέ τα με στεγνό [[πανί]]» γ. «[[φέρε]] [[στεγνά]] ξύλα για το [[τζάκι]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[αδύνατος]], [[ισχνός]] («[[στεγνός]] και σουρωμένος»)<br />β) [[ανιαρός]] (α. «στεγνό ύφος» β. «[[στεγνός]] [[συγγραφέας]]»)<br />γ) αυτός που δεν έχει χρήματα («[[είμαι]] [[στεγνός]], δεν έχω [[φράγκο]]»)<br />δ) αυτός που δεν έχει πιει [[κρασί]] ή [[άλλο]] οινοπνευματώδες<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στεγνά]] χείλη» — χείλη [[ξερά]] από τη [[δίψα]] ή από πυρετό<br />β) «[[στεγνά]] μάτια» — μάτια [[χωρίς]] δάκρυα<br />γ) «στεγνό [[φίλτρο]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[φίλτρο]] καθαρισμού του αέρα εσωτερικών χώρων<br />(μσν.-αρχ) [[στεγανός]], [[αδιάβροχος]] («οἰκήματα στεγνὰ πρὸς [[ὕδωρ]] καὶ πρὸς χιόνα», Ιπποκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δυσκοίλιος]], αυτός που πάσχει από [[δυσκοιλιότητα]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί [[δυσκοιλιότητα]] («τὰ στεγνὰ περὶ τὴν κύστιν [[πάθη]]», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ στεγνόν</i><br />στεγασμένο [[οίκημα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «στεγνὰ πτερά» — μεμβρανώδη φτερά σαν της νυχτερίδας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[στεγνά]] Ν<br /><b>1.</b> [[χωρίς]] [[νερό]] ή [[χωρίς]] [[υγρασία]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[χωρίς]] [[ικμάδα]], αχνά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>στεγ</i>- του [[στέγω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>νός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τερπ</i>-<i>νός</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στεγνός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> συνηρ. από το [[στεγανός]], [[αδιαπέραστος]], [[αδιάβροχος]], σε Ηρόδ.· <i>στεγνὰ οἰκήματα</i>, λέγεται για [[σπήλαιο]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., <i>στεγνόν</i>, <i>τό</i>, [[κατοικία]] που διαθέτει [[σκεπή]], σε Ξεν.
}}
}}