3,277,206
edits
(38) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και σμῑλα Α<br /><b>1.</b> χαλύβδινο ή σιδερένιο [[εργαλείο]] που χρησιμοποιείται για την [[κοπή]], [[χάραξη]] ή [[απόξεση]] ξύλου, μαρμάρου, μετάλλου κ.ά υλικών, κν. [[κοπίδι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] χειρουργικού εργαλείου<br /><b>μσν.</b><br />αμπελουργικό [[μαχαιρίδιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μαχαιρίδιο]] υποδηματοποιού<br /><b>2.</b> [[μαχαιράκι]] για το [[ξύσιμο]] κοντυλιού ή μαχαιριού, [[κοντυλομάχαιρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>σμί</i>-<i>λη</i>, με [[επίθημα]] -<i>λη</i>, που απαντά και σε άλλα ον. εργαλείων (<b>πρβλ.</b> <i>μή</i>-<i>λη</i>, <i>χη</i>-<i>λή</i>), προέρχεται πιθ. από κάποιον ρηματ. τ., στον οποίο ανάγονται και ορισμένοι τ. άλλων γλωσσών που χρησιμοποιούνται για τον ξυλουργό και κατ' [[επέκταση]] και για τον σιδηρουργό (<b>πρβλ.</b> αρχ. νορβ. <i>smidr</i>, αγγλοσαξ. <i>smid</i> και τα νεώτερα: γερμ. <i>Schmied</i>, αγγλ. <i>smith</i>). Δυσερμήνευτο παραμένει το -<i>ī</i>- του τύπου, το οποίο, [[κατά]] μία [[άποψη]], θεωρείται αναλογικό [[προς]] τ. σε -<i>ῑλη</i>, -<i>ῑλο</i>-, ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], όχι τόσο πιθανή, δικαιολογείται από την ύπαρξη μιας ΙΕ ρίζας με μακρά δίφθογγο <i>sm</i><i>ē</i><i>i</i>- / <i>smΐ</i>- «[[σμιλεύω]], [[κατεργάζομαι]] με αιχμηρό [[αντικείμενο]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[σμινύη]]. | |mltxt=η, ΝΜΑ, και σμῑλα Α<br /><b>1.</b> χαλύβδινο ή σιδερένιο [[εργαλείο]] που χρησιμοποιείται για την [[κοπή]], [[χάραξη]] ή [[απόξεση]] ξύλου, μαρμάρου, μετάλλου κ.ά υλικών, κν. [[κοπίδι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] χειρουργικού εργαλείου<br /><b>μσν.</b><br />αμπελουργικό [[μαχαιρίδιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μαχαιρίδιο]] υποδηματοποιού<br /><b>2.</b> [[μαχαιράκι]] για το [[ξύσιμο]] κοντυλιού ή μαχαιριού, [[κοντυλομάχαιρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>σμί</i>-<i>λη</i>, με [[επίθημα]] -<i>λη</i>, που απαντά και σε άλλα ον. εργαλείων (<b>πρβλ.</b> <i>μή</i>-<i>λη</i>, <i>χη</i>-<i>λή</i>), προέρχεται πιθ. από κάποιον ρηματ. τ., στον οποίο ανάγονται και ορισμένοι τ. άλλων γλωσσών που χρησιμοποιούνται για τον ξυλουργό και κατ' [[επέκταση]] και για τον σιδηρουργό (<b>πρβλ.</b> αρχ. νορβ. <i>smidr</i>, αγγλοσαξ. <i>smid</i> και τα νεώτερα: γερμ. <i>Schmied</i>, αγγλ. <i>smith</i>). Δυσερμήνευτο παραμένει το -<i>ī</i>- του τύπου, το οποίο, [[κατά]] μία [[άποψη]], θεωρείται αναλογικό [[προς]] τ. σε -<i>ῑλη</i>, -<i>ῑλο</i>-, ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], όχι τόσο πιθανή, δικαιολογείται από την ύπαρξη μιας ΙΕ ρίζας με μακρά δίφθογγο <i>sm</i><i>ē</i><i>i</i>- / <i>smΐ</i>- «[[σμιλεύω]], [[κατεργάζομαι]] με αιχμηρό [[αντικείμενο]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[σμινύη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σμίλη:''' [ῑ], ἡ, είδος μαχαιριού που χρησιμοποιείται στην [[κοπή]], στη [[γλυπτική]] ή το [[κλάδεμα]], σε Πλάτ. κ.λπ.· [[εργαλείο]] γλυπτικής, [[σμίλη]], [[γλύφανο]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |