Anonymous

σπάργανον: Difference between revisions

From LSJ
6
mNo edit summary
(6)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>σπάργᾰνον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> swaddling [[clothes]] “[[τοί]] μ' πέμπον σπαργάνοις ἐν πορφυρέοις” (P. 4.114) κροκωτὸν [[σπάργανον]] ἐγκατέβα (N. 1.38) μελέων [[ἄπο]] ποικίλον [σπά]ργανον ἔρριψεν (sc. [[Ἡρακλέης]]) Πα. 2. 12. ἐν ᾇ πρῶτον εὐνάσθην ἀγαπατὸς ὑπὸ σπαργάνοις fr. 193.
|sltr=<b>σπάργᾰνον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> swaddling [[clothes]] “[[τοί]] μ' πέμπον σπαργάνοις ἐν πορφυρέοις” (P. 4.114) κροκωτὸν [[σπάργανον]] ἐγκατέβα (N. 1.38) μελέων [[ἄπο]] ποικίλον [σπά]ργανον ἔρριψεν (sc. [[Ἡρακλέης]]) Πα. 2. 12. ἐν ᾇ πρῶτον εὐνάσθην ἀγαπατὸς ὑπὸ σπαργάνοις fr. 193.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σπάργᾰνον:''' τό ([[σπάργω]]), μακρύ και πλατύ ύφασμα στο οποίο τυλίγονται τα βρέφη, και στον πληθ. φασκιές, σε Ομηρ. Ύμν., Πίνδ.· [[παῖς]] ἔτ' ὢν ἐν σπαργάνοις, σε Αισχύλ.· τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, τα σημάδια μέσω των οποίων ταυτοποιείται ένα [[πρόσωπο]], Λατ. monumenta, [[crepundia]], σε Σοφ., Αριστοφ.
}}
}}