Anonymous

στερνοτυπής: Difference between revisions

From LSJ
6
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην στενοτυπία («[[πάταγος]] [[στερνοτυπής]]», Αντίπ. Θεσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στέρνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τυπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τύπτω]] «[[χτυπώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μηρο</i>-<i>τυπής</i>].
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην στενοτυπία («[[πάταγος]] [[στερνοτυπής]]», Αντίπ. Θεσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στέρνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τυπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τύπτω]] «[[χτυπώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μηρο</i>-<i>τυπής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στερνοτῠπής:''' -ές ([[τύπτω]]), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από το στηθοκόπημα, από τα χτυπήματα που δίνει [[κάποιος]] στο [[στήθος]] του για να εκφράσει τη [[θλίψη]] και την [[οδύνη]] του, σε Ευρ., Ανθ.
}}
}}