Anonymous

στρατόπεδον: Difference between revisions

From LSJ
6
(T22)
(6)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=στρατοπεδονου, τό ([[στρατός]], and [[πέδον]] a [[plain]]), from [[Herodotus]] [[down]];<br /><b class="num">a.</b> a [[military]] [[camp]].<br /><b class="num">b.</b> soldiers in [[camp]], an [[army]]: Luke 21:20.
|txtha=στρατοπεδονου, τό ([[στρατός]], and [[πέδον]] a [[plain]]), from [[Herodotus]] [[down]];<br /><b class="num">a.</b> a [[military]] [[camp]].<br /><b class="num">b.</b> soldiers in [[camp]], an [[army]]: Luke 21:20.
}}
{{lsm
|lsmtext='''στρᾰτόπεδον:''' τό,<br /><b class="num">I.</b> [[έδαφος]] επί του οποίου έχουν στρατοπεδεύσει στρατιώτες, στρατιωτική [[κατασκήνωση]], [[στρατόπεδο]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· απ' όπου, [[στρατός]], στρατοπεδευμένο [[στράτευμα]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> γενικά, [[στρατός]], [[στράτευμα]], σε Ηρόδ.· επίσης, ναυτική [[μοίρα]], αγκυροβολημένος, [[στόλος]], στον ίδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> ρωμαϊκή [[λεγεώνα]], σε Πολύβ.
}}
}}