Anonymous

σκηνή: Difference between revisions

From LSJ
2,413 bytes added ,  31 December 2018
6
(37)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[σκανά]] Α<br /><b>1.</b> [[πρόχειρο]] φορητό λυόμενο [[κατασκεύασμα]] για προσωρινή [[διαμονή]], [[αντίσκηνο]], [[τσαντίρι]], [[τέντα]] (α. «έστησαν τις σκηνές τους [[δίπλα]] στην [[θάλασσα]]» β. «σκηνὴ ξύλων» — ξύλινη [[καλύβα]], Δίων Χρυσ.)<br /><b>2.</b> το [[μέρος]] του θεάτρου όπου οι ηθοποιοί παίζουν [[μπροστά]] στο κοινό και, [[ιδίως]] στο αρχαίο [[θέατρο]], ο [[τοίχος]] που βρισκόταν στο [[πίσω]] [[μέρος]] [[αυτού]] που [[σήμερα]] ονομάζεται [[σκηνή]]<br /><b>3.</b> το [[θέατρο]] στο σύνολό του και, στην [[αρχαιότητα]], [[ιδίως]] το [[πρόχειρα]] κατασκευασμένο (α. «λυρική [[σκηνή]]» — β «σκηνάς τε πήξαντες κατ' ἀγορὰν καὶ καλλιφώνους ὑποκριτὰς εἰσαγομένους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[σκηνή]] του μαρτυρίου» — [[φορητός]] [[ναός]] που κατασκευάστηκε από τον Μωυσή [[πάνω]] στο Όρος [[Σινά]] («προσάξεις τὸν μόσχον ἐπὶ τὰς θύρας τῆς σκηνῆς τοῡ μαρτυρίου», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σκηνογραφία]], σκηνικά («σε λίγο αλλάζει η [[σκηνή]]»)<br /><b>2.</b> η [[αυλαία]] του θεάτρου («πέφτει η [[σκηνή]]»)<br /><b>3.</b> [[υποδιαίρεση]] τών πράξεων θεατρικού έργου («το [[έργο]] αποτελείται από [[τέσσερεις]] σκηνές»)<br /><b>4.</b> [[επεισόδιο]], [[συμπλοκή]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κάνω]] [[σκηνή]]» — [[λογομαχώ]], τσακώνομαι («μού έκανε [[σκηνή]] [[γιατί]] άργησα»)<br />β) «[[ανέρχομαι]] [ή [[ανεβαίνω]]] στη [[σκηνή]]»<br />i) (<b>για πρόσ.</b>) [[γίνομαι]] [[ηθοποιός]]<br />ii) (για θεατρ. [[έργο]]) παριστάνομαι<br />γ) «[[ανεβάζω]] στη [[σκηνή]]»<br />(σχετικά με θεατρ. [[έργο]]) [[παίζω]], [[παριστάνω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «σκηναί δικαίων» — [[τόπος]] όπου κατοικούν οι ψυχές τών δικαίων (Ακολ. Ακάθ. Ύμν.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[σώμα]] και [[ιδίως]], η ανθρώπινη [[φύση]] του Χριστού<br /><b>2.</b> [[κατοικία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσποίηση]], [[υποκρισία]] (α. «μηδεὶς... τὴν ἀρετὴν [[ἄτεχνος]] καὶ σκηνῆς [[ἐλεύθερος]]», <b>Γρηγ. Ναζ.</b><br />β. «διήλεγξεν αὐτοὺς καὶ τὴν σκηνὴν αὐτῶν φανερὰν ἐποίησεν», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>2.</b> [[διακόσμηση]], στολίδια («τὴν ἀρχικὴν σκηνὴν αἵροντες», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παράπηγμα]], [[παράγκα]] στην [[αγορά]]<br /><b>2.</b> [[ιερή]] [[κατοικία]], [[ναός]] (καὶ τὴν σκηνὴν ποιήσεις...», ΠΔ)<br /><b>3.</b> (σε μεγάλα πλοία) επίσημη [[αίθουσα]] στην [[πρύμνη]] ή στο δεύτερο [[κατάστρωμα]] της πρύμνης («τῶν συριῶν [[ὑπὲρ]] τὴν σκηνὴν οὐσῶν», πάπ.)<br /><b>4.</b> [[κάλυμμα]], [[κουκούλα]] άμαξας<br /><b>5.</b> [[ουρανός]], [[θόλος]] κρεβατιού<br /><b>6.</b> [[παραπέτασμα]] κρεβατιού<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> α) σκηνική [[παράσταση]], σε [[αντιδιαστολή]] με την [[πραγματικότητα]]<br />β) θεατρικό [[τέχνασμα]], θεατρική [[απάτη]]<br /><b>8.</b> [[συμπόσιο]] που παρέχεται σε [[σκηνή]]<br /><b>9.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ σκηναί</i><br />[[συγκρότημα]] σκηνών, [[κατασκήνωση]], [[καταυλισμός]], [[στρατόπεδο]] («περὶ τὰς σκηνὰς πλεῑστοι κλέπται κυπτάζειν καὶ κακοποιεῑν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «τραγικὴ [[σκηνή]]» — [[είδος]] υψηλού πυργίσκου, όπως ήταν ο [[πυργίσκος]] από όπου απαγγέλθηκε ο [[πρόλογος]] του <i>Αγαμέμνονος</i> του Αισχύλου («[[ὥσπερ]] τραγικῆς σκηνῆς τῶν ξύλων [[πάχος]] ἐχόντων», <b>Ξεν.</b>)<br />β) «oἱ ἀπὸ σκηνῆς»<br />(ενν. <i>ἥρωες</i>) τα πρόσωπα της τραγωδίας<br />γ) «οἱ ἀπὸ σκηνῆς» ή «οἱ περὶ σκηνὴν» ή «οἱ ἐπὶ τῆς σκηνῆς» — οι ηθοποιοί, οι υποκριτές<br />δ) «τὸ ἐπὶ σκηνῆς [[μέρος]]» — το [[μέρος]] θεατρικού έργου που παριστάνεται στην [[σκηνή]]<br />ε) «τὰ ἀπὸ τῆς σκηνῆς» — άσματα ή ωδές που τραγουδούσαν στη [[σκηνή]] οι ηθοποιοί και όχι ο [[χορός]] («τὰ μὲν ἀπὸ τῆς σκηνῆς οὐκ ἀντίστροφα, τά δὲ τοῡ χοροῡ ἀντίστροφα», <b>Αριστοτ.</b>)<br />στ) «τὸν ὑπὸ σκηνῆς βίον» — η απόκρυφη ζωή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. <i>σκη</i>-<i>νή</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>νή</i>, <i>ποι</i>-<i>νή</i>) συνδέεται πιθ. με τη λ. [[σκιά]] (<b>βλ. λ.</b> [[σκιά]]). Το λατ. <i>scaena</i> / <i>scena</i>, [[τέλος]], [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[σκανά]] Α<br /><b>1.</b> [[πρόχειρο]] φορητό λυόμενο [[κατασκεύασμα]] για προσωρινή [[διαμονή]], [[αντίσκηνο]], [[τσαντίρι]], [[τέντα]] (α. «έστησαν τις σκηνές τους [[δίπλα]] στην [[θάλασσα]]» β. «σκηνὴ ξύλων» — ξύλινη [[καλύβα]], Δίων Χρυσ.)<br /><b>2.</b> το [[μέρος]] του θεάτρου όπου οι ηθοποιοί παίζουν [[μπροστά]] στο κοινό και, [[ιδίως]] στο αρχαίο [[θέατρο]], ο [[τοίχος]] που βρισκόταν στο [[πίσω]] [[μέρος]] [[αυτού]] που [[σήμερα]] ονομάζεται [[σκηνή]]<br /><b>3.</b> το [[θέατρο]] στο σύνολό του και, στην [[αρχαιότητα]], [[ιδίως]] το [[πρόχειρα]] κατασκευασμένο (α. «λυρική [[σκηνή]]» — β «σκηνάς τε πήξαντες κατ' ἀγορὰν καὶ καλλιφώνους ὑποκριτὰς εἰσαγομένους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[σκηνή]] του μαρτυρίου» — [[φορητός]] [[ναός]] που κατασκευάστηκε από τον Μωυσή [[πάνω]] στο Όρος [[Σινά]] («προσάξεις τὸν μόσχον ἐπὶ τὰς θύρας τῆς σκηνῆς τοῡ μαρτυρίου», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σκηνογραφία]], σκηνικά («σε λίγο αλλάζει η [[σκηνή]]»)<br /><b>2.</b> η [[αυλαία]] του θεάτρου («πέφτει η [[σκηνή]]»)<br /><b>3.</b> [[υποδιαίρεση]] τών πράξεων θεατρικού έργου («το [[έργο]] αποτελείται από [[τέσσερεις]] σκηνές»)<br /><b>4.</b> [[επεισόδιο]], [[συμπλοκή]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κάνω]] [[σκηνή]]» — [[λογομαχώ]], τσακώνομαι («μού έκανε [[σκηνή]] [[γιατί]] άργησα»)<br />β) «[[ανέρχομαι]] [ή [[ανεβαίνω]]] στη [[σκηνή]]»<br />i) (<b>για πρόσ.</b>) [[γίνομαι]] [[ηθοποιός]]<br />ii) (για θεατρ. [[έργο]]) παριστάνομαι<br />γ) «[[ανεβάζω]] στη [[σκηνή]]»<br />(σχετικά με θεατρ. [[έργο]]) [[παίζω]], [[παριστάνω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «σκηναί δικαίων» — [[τόπος]] όπου κατοικούν οι ψυχές τών δικαίων (Ακολ. Ακάθ. Ύμν.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[σώμα]] και [[ιδίως]], η ανθρώπινη [[φύση]] του Χριστού<br /><b>2.</b> [[κατοικία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσποίηση]], [[υποκρισία]] (α. «μηδεὶς... τὴν ἀρετὴν [[ἄτεχνος]] καὶ σκηνῆς [[ἐλεύθερος]]», <b>Γρηγ. Ναζ.</b><br />β. «διήλεγξεν αὐτοὺς καὶ τὴν σκηνὴν αὐτῶν φανερὰν ἐποίησεν», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>2.</b> [[διακόσμηση]], στολίδια («τὴν ἀρχικὴν σκηνὴν αἵροντες», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παράπηγμα]], [[παράγκα]] στην [[αγορά]]<br /><b>2.</b> [[ιερή]] [[κατοικία]], [[ναός]] (καὶ τὴν σκηνὴν ποιήσεις...», ΠΔ)<br /><b>3.</b> (σε μεγάλα πλοία) επίσημη [[αίθουσα]] στην [[πρύμνη]] ή στο δεύτερο [[κατάστρωμα]] της πρύμνης («τῶν συριῶν [[ὑπὲρ]] τὴν σκηνὴν οὐσῶν», πάπ.)<br /><b>4.</b> [[κάλυμμα]], [[κουκούλα]] άμαξας<br /><b>5.</b> [[ουρανός]], [[θόλος]] κρεβατιού<br /><b>6.</b> [[παραπέτασμα]] κρεβατιού<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> α) σκηνική [[παράσταση]], σε [[αντιδιαστολή]] με την [[πραγματικότητα]]<br />β) θεατρικό [[τέχνασμα]], θεατρική [[απάτη]]<br /><b>8.</b> [[συμπόσιο]] που παρέχεται σε [[σκηνή]]<br /><b>9.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ σκηναί</i><br />[[συγκρότημα]] σκηνών, [[κατασκήνωση]], [[καταυλισμός]], [[στρατόπεδο]] («περὶ τὰς σκηνὰς πλεῑστοι κλέπται κυπτάζειν καὶ κακοποιεῑν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «τραγικὴ [[σκηνή]]» — [[είδος]] υψηλού πυργίσκου, όπως ήταν ο [[πυργίσκος]] από όπου απαγγέλθηκε ο [[πρόλογος]] του <i>Αγαμέμνονος</i> του Αισχύλου («[[ὥσπερ]] τραγικῆς σκηνῆς τῶν ξύλων [[πάχος]] ἐχόντων», <b>Ξεν.</b>)<br />β) «oἱ ἀπὸ σκηνῆς»<br />(ενν. <i>ἥρωες</i>) τα πρόσωπα της τραγωδίας<br />γ) «οἱ ἀπὸ σκηνῆς» ή «οἱ περὶ σκηνὴν» ή «οἱ ἐπὶ τῆς σκηνῆς» — οι ηθοποιοί, οι υποκριτές<br />δ) «τὸ ἐπὶ σκηνῆς [[μέρος]]» — το [[μέρος]] θεατρικού έργου που παριστάνεται στην [[σκηνή]]<br />ε) «τὰ ἀπὸ τῆς σκηνῆς» — άσματα ή ωδές που τραγουδούσαν στη [[σκηνή]] οι ηθοποιοί και όχι ο [[χορός]] («τὰ μὲν ἀπὸ τῆς σκηνῆς οὐκ ἀντίστροφα, τά δὲ τοῡ χοροῡ ἀντίστροφα», <b>Αριστοτ.</b>)<br />στ) «τὸν ὑπὸ σκηνῆς βίον» — η απόκρυφη ζωή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. <i>σκη</i>-<i>νή</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>νή</i>, <i>ποι</i>-<i>νή</i>) συνδέεται πιθ. με τη λ. [[σκιά]] (<b>βλ. λ.</b> [[σκιά]]). Το λατ. <i>scaena</i> / <i>scena</i>, [[τέλος]], [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκηνή:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> στεγασμένος [[τόπος]], [[τέντα]], [[αντίσκηνο]], σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· στον πληθ., [[στρατόπεδο]], Λατ. [[castra]], σε Αισχύλ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[τόπος]] διαμονής, [[στέγη]], [[κατοικία]], [[σπίτι]], [[ναός]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[σκηνή]] ή [[παράπηγμα]] ξύλινο πάνω στο οποίο ερμήνευαν τους ρόλους τους οι ηθοποιοί, σε Πλάτ.· στο κανονικό [[θέατρο]], η [[σκηνή]] ήταν [[ένας]] [[τοίχος]] στο [[πίσω]] [[μέρος]] [[αυτού]] που [[τώρα]] ονομάζουμε [[σκηνή]], με πόρτες για την είσοδο και την [[έξοδο]]· η [[σκηνή]] (με τη [[σημασία]] που της αποδίδουμε [[σήμερα]]), ονομαζόταν [[προσκήνιον]] ή [[λογεῖον]], τα πλάγια μέρη ή πτέρυγες [[παρασκήνια]], κι ο [[τοίχος]] [[κάτω]] από τη [[σκηνή]], [[αντίκρυ]] στην [[ορχήστρα]], <i>ὑποσκήνια</i>. 2. <i>οἱ ἀπὸ σκηνῆς</i>, οι ηθοποιοί, οι ερμηνευτές, οι υποκριτές, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> τὸ ἐπὶ σκηνῆς [[μέρος]], αυτό που παριστάνεται στη [[σκηνή]], σε Αριστ.· <i>τὰ ἀπὸ σκηνῆς</i> (ενν. <i>ᾄσματα</i>), ωδές που άδονταν επί σκηνής, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> μεταφ., το σκηνικό [[αποτέλεσμα]], το [[αίσθημα]] του πλασματικού, του μη πραγματικού, σκηνὴ [[πᾶς]] ὁ [[βίος]], «όλη η [[ζωή]] είναι [[θέατρο]]», σε Ανθ.<br /><b class="num">III.</b> [[στέγαστρο]] που μοιάζει με [[σκηνή]], [[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]] της άμαξας, σε Αισχύλ., Ξεν.· επίσης, [[παραπέτασμα]] του κρεβατιού, σε Δημ.<br /><b class="num">IV.</b>[[ψυχαγωγία]] που παρέχεται στις σκηνές, [[συμπόσιο]], σε Ξεν.
}}
}}