Anonymous

στενολέσχης: Difference between revisions

From LSJ
6
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μιλά για [[κάτι]] με τρόπο σοφιστικό, με σοφίσματα, με πονηριές<br /><b>2.</b> [[ολιγόλογος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στενός]] <span style="color: red;">+</span> -[[λέσχης]] (<span style="color: red;"><</span> [[λέσχη]] «[[φλυαρία]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πλατυ</i>-[[λέσχης]].
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μιλά για [[κάτι]] με τρόπο σοφιστικό, με σοφίσματα, με πονηριές<br /><b>2.</b> [[ολιγόλογος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στενός]] <span style="color: red;">+</span> -[[λέσχης]] (<span style="color: red;"><</span> [[λέσχη]] «[[φλυαρία]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πλατυ</i>-[[λέσχης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στενολέσχης:''' -ου, ὁ, [[λιγομίλητος]], [[λεπτολόγος]], αυτός που μιλάει με σοφιστείες ή με σχολαστικισμό.
}}
}}