Anonymous

στόμαχος: Difference between revisions

From LSJ
6
(38)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />[[σακοειδής]] [[διεύρυνση]] του πεπτικού [[σωλήνα]] τών ζώων, [[μεταξύ]] του οισοφάγου και του λεπτού εντέρου, στο εμπρόσθιο [[συνήθως]] [[τμήμα]] της κοιλιάς, που χρησιμεύει [[κυρίως]] ως [[προσωρινός]] [[δέκτης]] [[προς]] [[αποθήκευση]] και [[μηχανική]] σε ορισμένα ζώα [[αλλά]] και σε χημική σε άλλα, [[κατεργασία]], της τροφής, [[προτού]] αυτή περάσει στο [[έντερο]] (α. «πάσχει από [[έλκος]] του στομάχου» β. «ἀλλ' οἴνῳ ὀλίγῳ χρῷ διὰ τὸν στόμαχόν σου καὶ τὰς πυκνάς σου ἀσθενείας», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για τα ασπόνδυλα) η πρώτη [[διεύρυνση]] του αρκετά διαφοροποιημένου πεπτικού [[σωλήνα]], η οποία περικλείει στον βλεννογόνο της πολυκύτταρους ή μονοκύτταρους αδένες<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> ασκοειδής [[διεύρυνση]] του πεπτικού συστήματος του ανθρώπου, [[μεταξύ]] οισοφάγου και λεπτού εντέρου, [[αμέσως]] [[κάτω]] από το [[διάφραγμα]], η οποία καταλαμβάνει το άνω αριστερά [[τμήμα]] της κοιλιάς και της οποίας κύριες λειτουργίες [[είναι]] η [[έναρξη]] της πέψης τών υδατανθράκων και τών πρωτεϊνών, η [[μετατροπή]] της τροφής σε χυμό και η [[μεταφορά]] του χυμού στο [[λεπτό]] [[έντερο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[καρδία]] του στομάχου»<br /><b>ανατ.</b> το [[στόμιο]] του στομάχου που επικοινωνεί με τον οισοφάγο<br />β) «πυλωρική [[μοίρα]] του στομάχου»<br /><b>ανατ.</b> το [[άντρο]] και ο [[πυλωρικός]] [[σωλήνας]]<br />γ) «[[χειρουργική]] του στομάχου» — σημαντικό [[τμήμα]] της χειρουργικής της κοιλιάς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στόμιο]], [[άνοιγμα]]<br /><b>2.</b> ο [[λαιμός]], ο [[φάρυγγας]]<br /><b>3.</b> ο [[οισοφάγος]]<br /><b>4.</b> το [[άνοιγμα]] της ουροδόχου κύστεως<br /><b>5.</b> ο [[λαιμός]] της μήτρας<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[οργή]], [[δυσφορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. <i>στομ</i>- του <i>στόμ</i>-<i>α</i> (<b>βλ. λ.</b> [[στόμα]]) / ουρανικό εκφραστικό [[επίθημα]] -(<i>α</i>)<i>χος</i> (<b>πρβλ.</b> [[οὐραχός]], [[κύμβαχος]]). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>stomachus</i>. Στη Λατινική, [[μάλιστα]], το [[στομάχι]] εθεωρείτο [[ρυθμιστής]] της καλής ή της κακής διάθεσης του οργανισμού, απ' όπου η σημ. του ρ. <i>stomachor</i> «[[αγανακτώ]], [[θυμώνω]]» και υποχωρητικά από τη σημ. του ρήματος η σημ. του <i>stomachus</i> «[[οργή]], [[θυμός]]». Η σημ., [[τέλος]], του λατ. <i>stomachus</i> πέρασε και στην Ελληνική, <b>πρβλ.</b> [[στόμαχος]] «[[οργή]], [[δυσφορία]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[μελαγχολία]])].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />[[σακοειδής]] [[διεύρυνση]] του πεπτικού [[σωλήνα]] τών ζώων, [[μεταξύ]] του οισοφάγου και του λεπτού εντέρου, στο εμπρόσθιο [[συνήθως]] [[τμήμα]] της κοιλιάς, που χρησιμεύει [[κυρίως]] ως [[προσωρινός]] [[δέκτης]] [[προς]] [[αποθήκευση]] και [[μηχανική]] σε ορισμένα ζώα [[αλλά]] και σε χημική σε άλλα, [[κατεργασία]], της τροφής, [[προτού]] αυτή περάσει στο [[έντερο]] (α. «πάσχει από [[έλκος]] του στομάχου» β. «ἀλλ' οἴνῳ ὀλίγῳ χρῷ διὰ τὸν στόμαχόν σου καὶ τὰς πυκνάς σου ἀσθενείας», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για τα ασπόνδυλα) η πρώτη [[διεύρυνση]] του αρκετά διαφοροποιημένου πεπτικού [[σωλήνα]], η οποία περικλείει στον βλεννογόνο της πολυκύτταρους ή μονοκύτταρους αδένες<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> ασκοειδής [[διεύρυνση]] του πεπτικού συστήματος του ανθρώπου, [[μεταξύ]] οισοφάγου και λεπτού εντέρου, [[αμέσως]] [[κάτω]] από το [[διάφραγμα]], η οποία καταλαμβάνει το άνω αριστερά [[τμήμα]] της κοιλιάς και της οποίας κύριες λειτουργίες [[είναι]] η [[έναρξη]] της πέψης τών υδατανθράκων και τών πρωτεϊνών, η [[μετατροπή]] της τροφής σε χυμό και η [[μεταφορά]] του χυμού στο [[λεπτό]] [[έντερο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[καρδία]] του στομάχου»<br /><b>ανατ.</b> το [[στόμιο]] του στομάχου που επικοινωνεί με τον οισοφάγο<br />β) «πυλωρική [[μοίρα]] του στομάχου»<br /><b>ανατ.</b> το [[άντρο]] και ο [[πυλωρικός]] [[σωλήνας]]<br />γ) «[[χειρουργική]] του στομάχου» — σημαντικό [[τμήμα]] της χειρουργικής της κοιλιάς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στόμιο]], [[άνοιγμα]]<br /><b>2.</b> ο [[λαιμός]], ο [[φάρυγγας]]<br /><b>3.</b> ο [[οισοφάγος]]<br /><b>4.</b> το [[άνοιγμα]] της ουροδόχου κύστεως<br /><b>5.</b> ο [[λαιμός]] της μήτρας<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[οργή]], [[δυσφορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. <i>στομ</i>- του <i>στόμ</i>-<i>α</i> (<b>βλ. λ.</b> [[στόμα]]) / ουρανικό εκφραστικό [[επίθημα]] -(<i>α</i>)<i>χος</i> (<b>πρβλ.</b> [[οὐραχός]], [[κύμβαχος]]). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>stomachus</i>. Στη Λατινική, [[μάλιστα]], το [[στομάχι]] εθεωρείτο [[ρυθμιστής]] της καλής ή της κακής διάθεσης του οργανισμού, απ' όπου η σημ. του ρ. <i>stomachor</i> «[[αγανακτώ]], [[θυμώνω]]» και υποχωρητικά από τη σημ. του ρήματος η σημ. του <i>stomachus</i> «[[οργή]], [[θυμός]]». Η σημ., [[τέλος]], του λατ. <i>stomachus</i> πέρασε και στην Ελληνική, <b>πρβλ.</b> [[στόμαχος]] «[[οργή]], [[δυσφορία]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[μελαγχολία]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στόμᾰχος:''' ὁ ([[στόμα]]), [[κυρίως]] [[στόμα]], [[άνοιγμα]]· απ' όπου·<br /><b class="num">1.</b> [[λαιμός]], [[φάρυγγας]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> στα μεταγεν. ελλ., [[στόμιο]] στομάχου, [[οισοφάγος]], [[στομάχι]].
}}
}}