σόφισμα: Difference between revisions

6
(38)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[επινόημα]], [[εφεύρημα]], ευφυές [[τέχνασμα]] (α. «[[είναι]] [[γεμάτος]] από σοφίσματα» β. «[[σόφισμα]]... μηχανᾱσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(λογ.)</b> σκόπιμα [[εσφαλμένος]] [[συλλογισμός]] ο [[οποίος]], με [[αφετηρία]] αληθινές, ή εκλαμβανόμενες ως τέτοιες, προτάσεις, καταλήγει σε παράλογο [[αλλά]] δύσκολα αντικρουόμενο [[συμπέρασμα]] και αποσκοπεί στην [[πρόκληση]] σύγχυσης στον συνομιλητή («ἆρ' οὐχ ὡς ἀληθῶς προσήκοντα ἀκοῡσαι σοφίσματα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην ιατρική) [[ικανότητα]] ή [[μέθοδος]] που αποκτήθηκε με [[μελέτη]]<br /><b>2.</b> [[τέχνασμα]] ποιητή ή υποκριτή [[πάνω]] στην [[σκηνή]], που γίνεται για να τον επευφημήσουν<br /><b>3.</b> [[παρασκευή]] φαγητού με [[δεξιότητα]], με [[τέχνη]]<br /><b>4.</b> πανούργο [[τέχνασμα]], πονηριά («[[δίκην]] σε δοῡναι δεῑ σοφισμάτων κακών», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «Περί σοφισμάτων» — [[τίτλος]] έργου του Χρυσίππου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σοφίζομαι]]. Για τη σημ. της λ. <b>βλ. λ.</b> [[σοφίζομαι]]].
|mltxt=το, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[επινόημα]], [[εφεύρημα]], ευφυές [[τέχνασμα]] (α. «[[είναι]] [[γεμάτος]] από σοφίσματα» β. «[[σόφισμα]]... μηχανᾱσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(λογ.)</b> σκόπιμα [[εσφαλμένος]] [[συλλογισμός]] ο [[οποίος]], με [[αφετηρία]] αληθινές, ή εκλαμβανόμενες ως τέτοιες, προτάσεις, καταλήγει σε παράλογο [[αλλά]] δύσκολα αντικρουόμενο [[συμπέρασμα]] και αποσκοπεί στην [[πρόκληση]] σύγχυσης στον συνομιλητή («ἆρ' οὐχ ὡς ἀληθῶς προσήκοντα ἀκοῡσαι σοφίσματα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην ιατρική) [[ικανότητα]] ή [[μέθοδος]] που αποκτήθηκε με [[μελέτη]]<br /><b>2.</b> [[τέχνασμα]] ποιητή ή υποκριτή [[πάνω]] στην [[σκηνή]], που γίνεται για να τον επευφημήσουν<br /><b>3.</b> [[παρασκευή]] φαγητού με [[δεξιότητα]], με [[τέχνη]]<br /><b>4.</b> πανούργο [[τέχνασμα]], πονηριά («[[δίκην]] σε δοῡναι δεῑ σοφισμάτων κακών», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «Περί σοφισμάτων» — [[τίτλος]] έργου του Χρυσίππου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σοφίζομαι]]. Για τη σημ. της λ. <b>βλ. λ.</b> [[σοφίζομαι]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σόφισμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[κάθε]] [[επιδέξια]] [[πράξη]], [[επιδέξια]] [[προετοιμασία]] φαγητού, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ευφυής]] [[επινόηση]], το [[εφεύρημα]], η [[επινόηση]], το [[τέχνασμα]], σε Ηρόδ., Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> με λιγότερο θετική [[σημασία]], πανούργο [[τέχνασμα]], [[πανουργία]], πονηριά, σε Ευρ., Θουκ.· σκηνικό θεατρικό [[τέχνασμα]] που αποβλέπει στο [[χειροκρότημα]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> στρεψόδικο [[επιχείρημα]], απατηλό ρητορικό [[τέχνασμα]], [[γριφώδης]] [[λόγος]], [[λεπτολογία]], [[απάτη]], [[σόφισμα]], [[σοφιστεία]], σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
}}