Anonymous

συγκαθίημι: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] συγχρόνως («ὁμοῡ συγκαθῆκεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλατταν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρεμβάλλω]] συγχρόνως<br /><b>3.</b> [[παρουσιάζω]] συγχρόνως στη [[σκηνή]] («Φρύνιχος ἐν Μούσαις, ἅς συγκαθήκε τοῑς Βατράχοις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[συγκατανεύω]], [[συγκαταβαίνω]]<br /><b>5.</b> [[είμαι]] [[υποχωρητικός]] σε [[κάτι]]<br /><b>6.</b> (για πωλητή) [[χαμηλώνω]] την [[τιμή]] εμπορεύματος<br /><b>7.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[γέρνω]], [[χαμηλώνω]]<br />β) [[κάθομαι]] [[οκλαδόν]]<br /><b>8.</b> <b>παθ.</b> <i>συγκαθίεμαι</i><br />[[εισέρχομαι]] [[κάπου]] [[σκυφτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καθίημι]] / <i>καθίεμαι</i> «[[ρίχνω]], [[κατεβάζω]], [[παρουσιάζω]] επί σκηνής»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] συγχρόνως («ὁμοῡ συγκαθῆκεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλατταν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρεμβάλλω]] συγχρόνως<br /><b>3.</b> [[παρουσιάζω]] συγχρόνως στη [[σκηνή]] («Φρύνιχος ἐν Μούσαις, ἅς συγκαθήκε τοῑς Βατράχοις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[συγκατανεύω]], [[συγκαταβαίνω]]<br /><b>5.</b> [[είμαι]] [[υποχωρητικός]] σε [[κάτι]]<br /><b>6.</b> (για πωλητή) [[χαμηλώνω]] την [[τιμή]] εμπορεύματος<br /><b>7.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[γέρνω]], [[χαμηλώνω]]<br />β) [[κάθομαι]] [[οκλαδόν]]<br /><b>8.</b> <b>παθ.</b> <i>συγκαθίεμαι</i><br />[[εισέρχομαι]] [[κάπου]] [[σκυφτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καθίημι]] / <i>καθίεμαι</i> «[[ρίχνω]], [[κατεβάζω]], [[παρουσιάζω]] επί σκηνής»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγκαθίημι:''' μέλ. <i>-καθήσω</i>, [[ρίχνω]], [[αφήνω]] να πέσει [[κάτι]] από κοινού με [[κάτι]] [[άλλο]], [[τοποθετώ]] μαζί, σε Ευρ.· [[συγκαθίημι]] ἑαυτόν, [[κάθομαι]] [[οκλαδόν]], [[χαμηλώνω]], [[κάθομαι]] [[κάτω]], <i>εἴςτι</i>, σε Πλάτ.· και απόλ. (ενν. <i>ἑαυτόν</i>), [[καταδέχομαι]], [[υποκύπτω]], [[ενδίδω]], [[συγκατανεύω]], [[συναινώ]], συμβιβάζομαι με άλλους, συμμορφώνομαι, με δοτ., στον ίδ.
}}
}}