Anonymous

στροφαῖος: Difference between revisions

From LSJ
6
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-αία, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στροφέα της θύρας<br /><b>2.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Ερμού) αυτός που στέκεται ως [[θυρωρός]] στους στροφείς της πόρτας, ο [[προστάτης]] της θύρας<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[εύστροφος]], [[πανούργος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στροφή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>].
|mltxt=-αία, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στροφέα της θύρας<br /><b>2.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Ερμού) αυτός που στέκεται ως [[θυρωρός]] στους στροφείς της πόρτας, ο [[προστάτης]] της θύρας<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[εύστροφος]], [[πανούργος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στροφή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στροφαῖος:''' -α, -ον ([[στροφεύς]]), επίθ. του Ερμή, αυτός που στέκεται ως [[θυρωρός]] στις στρόφιγγες της πόρτας· με [[λογοπαίγνιο]] στη [[σημασία]], [[ευκίνητος]], [[πανούργος]], [[δόλιος]] ([[στρέφω]]), σε Αριστοφ.
}}
}}