Anonymous

συγγραφή: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυγγραφή και δωρ. τ. συγγραφά, ἡ, Α [[συγγράφω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συγγράφω]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[σύγγραμμα]], [[έργο]], [[βιβλίο]]<br /><b>3.</b> έγγραφη [[συμφωνία]], [[συμβόλαιο]] (α. «[[συγγραφή]] μίσθωσης» β. «τὴν πρᾱξιν πᾱσαν διομολογούμενοι ἐν ξυγγραφῇ καὶ [[ἐναντίον]] μαρτύρων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[συγγραφή]] υποχρεώσεων»<br />(σχετικά με [[μίσθωση]] έργου) το [[σύνολο]] τών ειδικών όρων υπό τους οποίους ανατίθεται η [[εκτέλεση]] ενός έργου<br />β) «[[συγγραφή]] γενικών όρων» — [[συγγραφή]] που περιλαμβάνει τους νομικούς όρους και τις προϋποθέσεις συμμετοχής σε διαγωνισμό ανάληψης δημόσιου έργου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αφήγηση]], εξιστόρηση, [[περιγραφή]] σε πεζό λόγο<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[στίγμα]] στο [[μάτι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «κατὰ τὰς συγγραφάς» — σύμφωνα με το [[περιεχόμενο]] του συμφωνητικού <b>(Λυσ.)</b><br />β) «[[κατά]] συγγραφήν» — με [[συμβόλαιο]] <b>επιγρ.</b><br />γ) «συγγραφὴν ἔχει» — παρέχει ύλη για [[συγγραφή]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br />δ) «συγγραφὴν ἔχω [[παρά]] τινος» — έχω έλθει σε έγγραφη [[συμφωνία]] με κάποιον <b>(Ανδοκ.)</b><br />ε) «συγγραφαὶ ναυτικαί» — συμβόλαια για την [[εξασφάλιση]] τών χρημάτων ναυτικού δανείου με [[υποθήκη]] του πλοίου (<b>Δημοσθ.</b>).
|mltxt=η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυγγραφή και δωρ. τ. συγγραφά, ἡ, Α [[συγγράφω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συγγράφω]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[σύγγραμμα]], [[έργο]], [[βιβλίο]]<br /><b>3.</b> έγγραφη [[συμφωνία]], [[συμβόλαιο]] (α. «[[συγγραφή]] μίσθωσης» β. «τὴν πρᾱξιν πᾱσαν διομολογούμενοι ἐν ξυγγραφῇ καὶ [[ἐναντίον]] μαρτύρων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[συγγραφή]] υποχρεώσεων»<br />(σχετικά με [[μίσθωση]] έργου) το [[σύνολο]] τών ειδικών όρων υπό τους οποίους ανατίθεται η [[εκτέλεση]] ενός έργου<br />β) «[[συγγραφή]] γενικών όρων» — [[συγγραφή]] που περιλαμβάνει τους νομικούς όρους και τις προϋποθέσεις συμμετοχής σε διαγωνισμό ανάληψης δημόσιου έργου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αφήγηση]], εξιστόρηση, [[περιγραφή]] σε πεζό λόγο<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[στίγμα]] στο [[μάτι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «κατὰ τὰς συγγραφάς» — σύμφωνα με το [[περιεχόμενο]] του συμφωνητικού <b>(Λυσ.)</b><br />β) «[[κατά]] συγγραφήν» — με [[συμβόλαιο]] <b>επιγρ.</b><br />γ) «συγγραφὴν ἔχει» — παρέχει ύλη για [[συγγραφή]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br />δ) «συγγραφὴν ἔχω [[παρά]] τινος» — έχω έλθει σε έγγραφη [[συμφωνία]] με κάποιον <b>(Ανδοκ.)</b><br />ε) «συγγραφαὶ ναυτικαί» — συμβόλαια για την [[εξασφάλιση]] τών χρημάτων ναυτικού δανείου με [[υποθήκη]] του πλοίου (<b>Δημοσθ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγγρᾰφή:''' ἡ ([[συγγράφω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[καταγραφή]] ή [[σημείωση]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτό που έχει [[γραφή]], γραπτό, [[βιβλίο]]· [[ιστορία]], [[αφήγημα]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> γραπτό [[συμβόλαιο]], [[συμφωνία]], [[σύμβαση]], Λατ. [[syngrapha]], στον ίδ.· <i>συγγραφαὶ ναυτικαί</i>, [[συμβόλαιο]] ή χρεωστικά ομόλογα για [[εξασφάλιση]] απαίτησης από [[ναυτικό]] [[δάνειο]] ([[συνήθως]] με [[υποθήκη]] του πλοίου), σε Δημ.· <i>ἀνδριάντα ἐκδεδωκὼς κατὰ συγγραφήν</i>, έχοντας έθλεθι σε γραπτές συμφωνίες για την [[εκτέλεση]] ανδριάντα, στον ίδ.
}}
}}