Anonymous

στοιβή: Difference between revisions

From LSJ
6
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. [[στοιβά]], ἡ, ΜΑ<br />[[σωρός]], [[στοίβα]] («στοιβὴ λίθων», Ευοτ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το φρυγανώδες και νομευτικό [[φυτό]] ποτήριο το ακανθώδες, κν. γνωστό [[σήμερα]] και ως [[αφάνα]]<br /><b>2.</b> [[γέμισμα]], [[ιδίως]] στρώματος ή προσκέφαλου<br /><b>3.</b> <b>αρχιτ.</b> το [[τμήμα]] του κρηπιδώματος που βρίσκεται [[κάτω]] από τον στυλοβάτη<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[παραγέμισμα]] («κἄν που δὶς εἴπω ταυτόν, ἢ στοιβὴν ἴδῃς ἐνοῡσαν ἔξω τοῡ λόγου, κατάπτυσον», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>στοιβ</i>- του ρ. [[στείβω]] «[[πατώ]] με τα πόδια, [[συμπιέζω]]». Η σημ. της λ., [[ωστόσο]], «[[γέμισμα]] στρωμάτων και μαξιλαριών» ανταποκρίνεται στην αρχική σημ. της ΙΕ ρίζας του [[στείβω]] «[[συσσωρεύω]], [[συμπυκνώνω]], [[συμπιέζω]]» (<b>πρβλ.</b> [[στιβάδα]], [[στιβαρός]], <b>βλ.</b> και <i>λ</i>. [[στείβω]]). Η λ., [[τέλος]], χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και το [[φυτό]] από το οποίο κατασκεύαζαν τέτοιου είδους γεμίσματα].
|mltxt=και δωρ. τ. [[στοιβά]], ἡ, ΜΑ<br />[[σωρός]], [[στοίβα]] («στοιβὴ λίθων», Ευοτ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το φρυγανώδες και νομευτικό [[φυτό]] ποτήριο το ακανθώδες, κν. γνωστό [[σήμερα]] και ως [[αφάνα]]<br /><b>2.</b> [[γέμισμα]], [[ιδίως]] στρώματος ή προσκέφαλου<br /><b>3.</b> <b>αρχιτ.</b> το [[τμήμα]] του κρηπιδώματος που βρίσκεται [[κάτω]] από τον στυλοβάτη<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[παραγέμισμα]] («κἄν που δὶς εἴπω ταυτόν, ἢ στοιβὴν ἴδῃς ἐνοῡσαν ἔξω τοῡ λόγου, κατάπτυσον», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>στοιβ</i>- του ρ. [[στείβω]] «[[πατώ]] με τα πόδια, [[συμπιέζω]]». Η σημ. της λ., [[ωστόσο]], «[[γέμισμα]] στρωμάτων και μαξιλαριών» ανταποκρίνεται στην αρχική σημ. της ΙΕ ρίζας του [[στείβω]] «[[συσσωρεύω]], [[συμπυκνώνω]], [[συμπιέζω]]» (<b>πρβλ.</b> [[στιβάδα]], [[στιβαρός]], <b>βλ.</b> και <i>λ</i>. [[στείβω]]). Η λ., [[τέλος]], χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και το [[φυτό]] από το οποίο κατασκεύαζαν τέτοιου είδους γεμίσματα].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στοιβή:''' ἡ ([[στείβω]]), θαμνώδες [[φυτό]] που χρησίμευε στο [[παραγέμισμα]] ή στην [[κατασκευή]] σαρώθρων· και μεταφ., «[[γέμισμα]]», «[[παραγέμισμα]]», [[παραπλήρωμα]], [[επιφώνημα]], [[φλυαρία]], [[μακρηγορία]], σε Αριστοφ.
}}
}}