Anonymous

συγγενής: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ, θηλ. και [[συγγένισσα]] Ν, θηλ. και [[συγγενίς]], -[[ίδος]], Α<br /><b>1.</b> αυτός που κατάγεται από το ίδιο [[γένος]], που έχει δεσμούς συγγένειας με κάποιον (α. «[[είναι]] [[μακρινός]] μου [[συγγενής]]» β. «καὶ ὅτι αὐτῷ μοι [[συγγενής]] ἐστι ὁ παῑς», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που υπάρχει εκ γενετής, [[σύμφυτος]], [[εγγενής]] («[[συγγενής]] [[νόσος]]»)<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> αυτός που έχει [[κοινή]] [[προέλευση]] ή κοινά γνωρίσματα με κάποιον [[άλλο]], [[παραπλήσιος]], [[παρόμοιος]], όμοιος (α. «συγγενείς επιστήμες» β. «ἡ ψυχὴ συγγενὴς οὖσα τῷ θείῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι συγγενείς</i><br />τα άτομα που συνδέονται με δεσμούς συγγένειας, συγγενολόι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> (για σωματικό ή [[ψυχικό]] [[γνώρισμα]], [[διαμαρτία]] διαπλάσεως ή νόσο) αυτός που υπάρχει [[κατά]] τη [[γέννηση]] και μπορεί να οφείλεται σε [[κληρονομικότητα]] ή σε [[επίδραση]] [[πάνω]] στο [[έμβρυο]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ενδομήτριας ζωής («[[συγγενής]] [[διαμαρτία]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τον έχω συγγενή σαν της γούνας μου το [[μανίκι]]» — δηλώνει την [[αμφισβήτηση]] ή [[ανυπαρξία]] συγγένειας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην περσική Αυλή) [[προσωνυμία]] την οποία απέδιδε ο [[βασιλιάς]] ως [[ένδειξη]] [[τιμής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ συγγενές</i><br />α) η συγγενική [[σχέση]]<br />β) το [[πνεύμα]], η [[διάθεση]], η [[ροπή]] μιας οικογένειας ή μιας γενιάς («τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς Ὀλυμπιονίκα δίς», <b>Πίνδ.</b>)<br />γ) η [[φυσική]] [[δύναμη]] («αὔξει τὸ συγγενές», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ συγγενῆ</i><br />τα ομοειδή πράγματα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «συγγενεῑς [[τρίχες]]» — οι [[τρίχες]] της κεφαλής, που υπάρχουν εκ γενετής, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα γένια, που φυτρώνουν αργότερα (<b>Αριστοτ.</b>)<br />β) «συγγενὴς [[γάμος]]» — [[γάμος]] [[μεταξύ]] συγγενών (<b>Αισχύλ.</b>) γ) «συγγενὴς [[τιμωρία]]» — η [[τιμωρία]] που αρμόζει στην [[περίσταση]] <b>(Λυκούργ.)</b><br />δ) «συγγενὲς [[εἶδος]]» — [[χαρακτήρας]], [[φύση]] <b>(Ιπποκρ.)</b> ε) «συγγενεῑς μῆνες» — οι μήνες του φυσικού βίου (<b>Σοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγγενῶς</i> Α<br /><b>1.</b> εκ γενετής<br /><b>2.</b> [[κατά]] τον ίδιο τρόπο, όμοια («τὰ συγγενῶς εἰρημένα», Φιλόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἐγ</i>-<i>γενής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΜΑ, θηλ. και [[συγγένισσα]] Ν, θηλ. και [[συγγενίς]], -[[ίδος]], Α<br /><b>1.</b> αυτός που κατάγεται από το ίδιο [[γένος]], που έχει δεσμούς συγγένειας με κάποιον (α. «[[είναι]] [[μακρινός]] μου [[συγγενής]]» β. «καὶ ὅτι αὐτῷ μοι [[συγγενής]] ἐστι ὁ παῑς», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που υπάρχει εκ γενετής, [[σύμφυτος]], [[εγγενής]] («[[συγγενής]] [[νόσος]]»)<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> αυτός που έχει [[κοινή]] [[προέλευση]] ή κοινά γνωρίσματα με κάποιον [[άλλο]], [[παραπλήσιος]], [[παρόμοιος]], όμοιος (α. «συγγενείς επιστήμες» β. «ἡ ψυχὴ συγγενὴς οὖσα τῷ θείῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι συγγενείς</i><br />τα άτομα που συνδέονται με δεσμούς συγγένειας, συγγενολόι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> (για σωματικό ή [[ψυχικό]] [[γνώρισμα]], [[διαμαρτία]] διαπλάσεως ή νόσο) αυτός που υπάρχει [[κατά]] τη [[γέννηση]] και μπορεί να οφείλεται σε [[κληρονομικότητα]] ή σε [[επίδραση]] [[πάνω]] στο [[έμβρυο]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ενδομήτριας ζωής («[[συγγενής]] [[διαμαρτία]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τον έχω συγγενή σαν της γούνας μου το [[μανίκι]]» — δηλώνει την [[αμφισβήτηση]] ή [[ανυπαρξία]] συγγένειας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην περσική Αυλή) [[προσωνυμία]] την οποία απέδιδε ο [[βασιλιάς]] ως [[ένδειξη]] [[τιμής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ συγγενές</i><br />α) η συγγενική [[σχέση]]<br />β) το [[πνεύμα]], η [[διάθεση]], η [[ροπή]] μιας οικογένειας ή μιας γενιάς («τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς Ὀλυμπιονίκα δίς», <b>Πίνδ.</b>)<br />γ) η [[φυσική]] [[δύναμη]] («αὔξει τὸ συγγενές», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ συγγενῆ</i><br />τα ομοειδή πράγματα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «συγγενεῑς [[τρίχες]]» — οι [[τρίχες]] της κεφαλής, που υπάρχουν εκ γενετής, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα γένια, που φυτρώνουν αργότερα (<b>Αριστοτ.</b>)<br />β) «συγγενὴς [[γάμος]]» — [[γάμος]] [[μεταξύ]] συγγενών (<b>Αισχύλ.</b>) γ) «συγγενὴς [[τιμωρία]]» — η [[τιμωρία]] που αρμόζει στην [[περίσταση]] <b>(Λυκούργ.)</b><br />δ) «συγγενὲς [[εἶδος]]» — [[χαρακτήρας]], [[φύση]] <b>(Ιπποκρ.)</b> ε) «συγγενεῑς μῆνες» — οι μήνες του φυσικού βίου (<b>Σοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγγενῶς</i> Α<br /><b>1.</b> εκ γενετής<br /><b>2.</b> [[κατά]] τον ίδιο τρόπο, όμοια («τὰ συγγενῶς εἰρημένα», Φιλόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἐγ</i>-<i>γενής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγγενής:''' -ές ([[γίγνομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει γεννηθεί από κοινού με, αυτός που εκ γενετής συνυπάρχει με κάποιον, [[φυσικός]], [[έμφυτος]], [[σύμφυτος]], σε Πίνδ., Αισχύλ.· <i>συγγενεῖς μῆνες</i>, μήνες που μετρά ο [[φυσικός]] μου [[βίος]], μήνες που έχουν γεννηθεί μαζί μου όσο ζω, σε Σοφ.· ομοίως, επίρρ., συγγενῶς [[δύστηνος]], [[δυστυχής]] από [[τότε]] που γεννήθηκα, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που έχει το ίδιο [[γένος]], [[καταγωγή]], [[οικογένεια]] με κάποιον, εξ αίματος [[συγγενής]] με κάποιον, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Αττ.· απόλ., εξ αίματος [[συγγενής]], όμαιμος, σε Τραγ. κ.λπ.· ως ουσ., [[συγγενής]] εξ αίματος, όμαιμος, <i>τινος</i>, κάποιου, σε Αριστοφ., Πλάτ.· στον πληθ., <i>οἱ συγγενεῖς</i>, [[γενιά]], σόι, [[φύτρα]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· τὸ συγγενές = [[συγγένεια]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· εἰ [[τούτῳ]] προσήκει Λαΐῳ τι συγγενεῖ, εάν αυτός ο άντρας έχει οποιαδήποτε συγγενική [[σχέση]] με τον Λάιο, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[συγγενικός]], [[ομοειδής]], όμοιος, σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> στην περσική Αυλή, το [[συγγενής]] ήταν [[τίτλος]] που απονεμόταν από το βασιλιά ως [[ένδειξη]] [[τιμής]] (όπως το cousin στην Αγγλία).
}}
}}