Anonymous

σιδήρεος: Difference between revisions

From LSJ
6
(37)
(6)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ον, θηλ. και -η, Α<br />(επικ. και ιων. τ.) (ασυναίρ. τ.) <b>βλ.</b> [[σιδηρούς]].
|mltxt=-α, -ον, θηλ. και -η, Α<br />(επικ. και ιων. τ.) (ασυναίρ. τ.) <b>βλ.</b> [[σιδηρούς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σῐδήρεος:''' -α, -ον, Ιων. -η, -ον, Επικ. [[σιδήρειος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, Αττ. συνηρ. [[σιδηροῦς]], <i>-ᾶ</i>, <i>-οῦν</i>, Δωρ. [[σιδάρεος]], <i>-ειος</i> ([[σίδηρος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> κατασκευασμένος από σίδηρο ή [[ατσάλι]], [[σιδερένιος]], Λατ. [[ferreus]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>χεὶρ σιδηρᾶ</i>, σιδερένια [[αρπάγη]], [[λαβή]], σε Θουκ.· [[σιδήρειος]] [[ὀρυμαγδός]], δηλ. η [[κλαγγή]] των όπλων, σε Ομήρ. Ιλ.· [[σιδήρεος]] [[οὐρανός]], [[σιδερένιος]] [[ουρανός]], δηλ. το [[στερέωμα]], το οποίο θεωρείτο από τους αρχαίους ότι ήταν από [[μέταλλο]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[σιδήρεος]] ἐν φρεσὶ [[θυμός]], [[καρδιά]] από [[σίδερο]], δηλ. σκληρή σαν από [[σίδερο]], σε Όμηρ.· οἱ [[κραδίη]] σιδερέη, σε Ομήρ. Οδ.· [[σοί]] γε σιδήρεα πάντα τέτυκται, είσαι [[ολόκληρος]] φτιαγμένος από [[σίδερο]]! στο ίδ.· λέγεται για τον Ηρακλή, αυτός που έχει [[πλευρά]] από [[σίδερο]], σε Σιμων.· <i>ὦ σιδήρεοι</i>, ω εσείς, σκληρόκαρδοι! σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> <i>σιδάρεοι</i>, <i>οἱ</i>, [[νόμισμα]] της περιοχής του Βυζαντίου από σίδηρο, [[πάντοτε]] σε Δωρ. τύπο, [[ακόμη]] και στην Αθήνα, σε Αριστοφ.
}}
}}