Anonymous

συγκαταλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καταλαμβάνω]] [[μαζί]] με κάποιον («ὧν οὐκ ἀγνοῳ ὅτι δυνατὸν ἡμῑν κοινῶν ὄντων τοῑς συγκατειληφόσι νοσφίσασθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[κυριεύω]] συγχρόνως, [[παίρνω]] στην [[κατοχή]] μου συγχρόνως με άλλον («[[ἐπειδή]] ξυγκατέλαβε τὸ [[χωρίον]] παρέπλει ἐπί τῆς Κερκύρας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συμπεριλαμβάνω]]<br /><b>4.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>5.</b> [[συμπεραίνω]] από δεδομένα.
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καταλαμβάνω]] [[μαζί]] με κάποιον («ὧν οὐκ ἀγνοῳ ὅτι δυνατὸν ἡμῑν κοινῶν ὄντων τοῑς συγκατειληφόσι νοσφίσασθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[κυριεύω]] συγχρόνως, [[παίρνω]] στην [[κατοχή]] μου συγχρόνως με άλλον («[[ἐπειδή]] ξυγκατέλαβε τὸ [[χωρίον]] παρέπλει ἐπί τῆς Κερκύρας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συμπεριλαμβάνω]]<br /><b>4.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>5.</b> [[συμπεραίνω]] από δεδομένα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγκαταλαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], [[αρπάζω]], [[καταλαμβάνω]] [[κάτι]] από κοινού, σε Ξεν.· [[καταλαμβάνω]] συγχρόνως, συγκυριεύω, [[συλλαμβάνω]], λέγεται με στρατιωτική [[σημασία]], σε Θουκ.
}}
}}