Anonymous

συγγράφω: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[γράφω]]<br />[[γράφω]] [[έργο]] σε πεζό λόγο, [[συνθέτω]] [[σύγγραμμα]] (α. «συνέγραψε τα απομνημονεύματά του» β. «οἱ ἰατροι συγγράφουσι περὶ ὑγιείας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συντάσσω]] [[κείμενο]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] [[συγγραφέας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σημειώνω]], [[καταγράφω]]<br /><b>2.</b> [[περιγράφω]] («τὸ μὲν δὴ [[εἶδος]] ὁποῑόν τι ἔχει ἡ [[κάμηλος]], ἐπισταμένοισι τοῑσι Ἕλλησι οὐ [[συγγράφω]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (ειδικά) [[συνθέτω]] λόγο τον οποίο πρόκειται [[άλλος]] να απαγγείλει («ὅσοι μὲν οὖν πρὸς τοὺς ἑαυτῶν φίλους τοὺς προτρεπτικοὺς λόγους συγγράφουσι», Ισοκρ.)<br /><b>4.</b> [[συντάσσω]] [[σχέδιο]] ψηφίσματος νόμου που θα υποβληθεί σε [[ψηφοφορία]] («ἄνδρας οἵ τοὺς πατρίους νόμους συγγράψουσι, καθ' οὓς πολιτεύσουσι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> αναπαριστώ [[κάτι]] σε [[ζωγραφιά]], [[απεικονίζω]]<br /><b>6.</b> [[ζωγραφίζω]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>7.</b> (για αρχιτέκτονα) [[σχεδιάζω]] τις λεπτομέρειες<br /><b>8.</b> <b>απόλ.</b> [[υπογράφω]] [[συνθήκη]] («[[ἔπειτα]]... ξυνεχώρησαν ἐφ' οἶς ἠξίουν καὶ ξυνεγράψαντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>μέσ.</b> <i>συγγράφομαι</i><br />α) [[φροντίζω]] να καταγραφεί [[κάτι]]<br />β) [[συντάσσω]] [[συμβόλαιο]] ή ομόλογο<br /><b>10.</b> <b>παθ.</b> καταχωρίζομαι, εγγράφομαι<br /><b>11.</b> (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>ὁ συγγεγραμμένος</i><br />αυτός που [[είναι]] δεσμευμένος με [[συμβόλαιο]]<br /><b>12.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>οἱ συγγεγραμμένοι</i><br />οι συμβαλλόμενοι<br /><b>13.</b> <b>φρ.</b> α) «συγγράφομαι εἰρήνην» — [[καταγράφω]] τους όρους της ειρήνης <b>(Ισοκρ.)</b><br />β) «πατέρες συγγεγραμμένοι»<br />(στους Ρωμαίους) οι συγκλητικοί (<b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ [[γράφω]]<br />[[γράφω]] [[έργο]] σε πεζό λόγο, [[συνθέτω]] [[σύγγραμμα]] (α. «συνέγραψε τα απομνημονεύματά του» β. «οἱ ἰατροι συγγράφουσι περὶ ὑγιείας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συντάσσω]] [[κείμενο]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] [[συγγραφέας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σημειώνω]], [[καταγράφω]]<br /><b>2.</b> [[περιγράφω]] («τὸ μὲν δὴ [[εἶδος]] ὁποῑόν τι ἔχει ἡ [[κάμηλος]], ἐπισταμένοισι τοῑσι Ἕλλησι οὐ [[συγγράφω]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (ειδικά) [[συνθέτω]] λόγο τον οποίο πρόκειται [[άλλος]] να απαγγείλει («ὅσοι μὲν οὖν πρὸς τοὺς ἑαυτῶν φίλους τοὺς προτρεπτικοὺς λόγους συγγράφουσι», Ισοκρ.)<br /><b>4.</b> [[συντάσσω]] [[σχέδιο]] ψηφίσματος νόμου που θα υποβληθεί σε [[ψηφοφορία]] («ἄνδρας οἵ τοὺς πατρίους νόμους συγγράψουσι, καθ' οὓς πολιτεύσουσι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> αναπαριστώ [[κάτι]] σε [[ζωγραφιά]], [[απεικονίζω]]<br /><b>6.</b> [[ζωγραφίζω]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>7.</b> (για αρχιτέκτονα) [[σχεδιάζω]] τις λεπτομέρειες<br /><b>8.</b> <b>απόλ.</b> [[υπογράφω]] [[συνθήκη]] («[[ἔπειτα]]... ξυνεχώρησαν ἐφ' οἶς ἠξίουν καὶ ξυνεγράψαντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>μέσ.</b> <i>συγγράφομαι</i><br />α) [[φροντίζω]] να καταγραφεί [[κάτι]]<br />β) [[συντάσσω]] [[συμβόλαιο]] ή ομόλογο<br /><b>10.</b> <b>παθ.</b> καταχωρίζομαι, εγγράφομαι<br /><b>11.</b> (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>ὁ συγγεγραμμένος</i><br />αυτός που [[είναι]] δεσμευμένος με [[συμβόλαιο]]<br /><b>12.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>οἱ συγγεγραμμένοι</i><br />οι συμβαλλόμενοι<br /><b>13.</b> <b>φρ.</b> α) «συγγράφομαι εἰρήνην» — [[καταγράφω]] τους όρους της ειρήνης <b>(Ισοκρ.)</b><br />β) «πατέρες συγγεγραμμένοι»<br />(στους Ρωμαίους) οι συγκλητικοί (<b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγγράφω:''' [ᾰ], μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[καταγράφω]] ή [[σημειώνω]], Λατ. conscribere, σε Ξεν.· ομοίως στη Μέσ., [[αναθέτω]], [[φροντίζω]] ώστε να καταγραφεί [[κάτι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[περιγράφω]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[συντάσσω]] ένα γραπτό ή [[συνθέτω]] συγγραφικό [[έργο]], Λατ. conscribere· πόλεμον [[ξυγγράφω]], [[γράφω]] την [[ιστορία]] του πολέμου, [[γράφω]] ιστορικό [[έργο]], σε Θουκ.· [[ιδίως]] [[γράφω]] σε πεζό λόγο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνθέτω]] λόγο ο [[οποίος]] πρόκειται να εκφωνηθεί από άλλον, σε Ισοκρ., Πλάτ. — Μέσ., [[αναθέτω]] τη [[συγγραφή]] λόγων, σε Πλάτ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[συλλέγω]], [[συντάσσω]], [[ορίζω]], <i>τοὺςπατρίους νόμους</i>, σε Ξεν. — Μέσ., <i>συγγράφεσθαί τι</i>, [[συντάσσω]] [[συμβόλαιο]] ή [[σύμβαση]], κάνω έγγραφη [[συμφωνία]], στον ίδ.· συγγράφεσθαι εἰρήνην [[πρός]] τινα, [[συνάπτω]] [[συνθήκη]] ειρήνης με κάποιον, σε Ισοκρ.· απόλ., [[υπογράφω]] [[συνθήκη]], σε Θουκ.· <i>πατέρες συγγεγραμμένοι</i>, οι Ρωμ. Patres conscripti, σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[συντάσσω]] [[σχέδιο]] ψηφίσματος που πρόκειται να υποβληθεί σε [[ψηφοφορία]], σε Ξεν.· ομοίως στη Μέσ., σε Πλάτ.<br /><b class="num">IV.</b> [[ζωγραφίζω]] κατά [[παραγγελία]] ή [[κατόπιν]] συμβολαίου, σε Αριστοφ.
}}
}}