Anonymous

σκανδαλίζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(37)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[σκανταλίζω]] Ν [[σκάνδαλον]] / [[σκάνταλο]]]<br />[[βάζω]] κάποιον σε πειρασμό, [[διεγείρω]] σε κάποιον την [[επιθυμία]] για κακές ή πονηρές και, [[κυρίως]], για ερωτικές σκέψεις (εἰ δὲ ὁ [[ὀφθαλμός]] σου... σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτόν», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προκαλώ]] την [[περιέργεια]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[αιτία]] σκανδάλου, [[δημιουργώ]] τις προϋποθέσεις για [[σκάνδαλο]]<br /><b>3.</b> [[προξενώ]] [[βλάβη]] σε [[κάτι]] («μού σκανταλίστη το [[κλουβί]] και μού 'φυγε τ' [[αηδόνι]]», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>4.</b> <b>ναυτ.</b> [[τινάζω]] απότομα την [[άγκυρα]] του πλοίου για να τήν αποσπάσω πιο εύκολα από τον βυθό.
|mltxt=ΝΜΑ, και [[σκανταλίζω]] Ν [[σκάνδαλον]] / [[σκάνταλο]]]<br />[[βάζω]] κάποιον σε πειρασμό, [[διεγείρω]] σε κάποιον την [[επιθυμία]] για κακές ή πονηρές και, [[κυρίως]], για ερωτικές σκέψεις (εἰ δὲ ὁ [[ὀφθαλμός]] σου... σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτόν», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προκαλώ]] την [[περιέργεια]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[αιτία]] σκανδάλου, [[δημιουργώ]] τις προϋποθέσεις για [[σκάνδαλο]]<br /><b>3.</b> [[προξενώ]] [[βλάβη]] σε [[κάτι]] («μού σκανταλίστη το [[κλουβί]] και μού 'φυγε τ' [[αηδόνι]]», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>4.</b> <b>ναυτ.</b> [[τινάζω]] απότομα την [[άγκυρα]] του πλοίου για να τήν αποσπάσω πιο εύκολα από τον βυθό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκανδᾰλίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, κάνω κάποιον να σκοντάψει, [[βάζω]] σε πειρασμό, [[προσβάλλω]] κάποιον, <i>τινά</i>, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., [[μπαίνω]] σε πειρασμό, κολάζομαι, κριματίζομαι, στο ίδ.
}}
}}