Anonymous

στᾶθι: Difference between revisions

From LSJ
6
(6_6)
(6)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''στᾶθι''': Δωρ. ἀντὶ στῆθι, προστακτ. ἀορ. β΄ τοῦ [[ἵστημι]].
|lstext='''στᾶθι''': Δωρ. ἀντὶ στῆθι, προστακτ. ἀορ. β΄ τοῦ [[ἵστημι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στᾶθι:''' Δωρ. αντί [[στῆθι]], προστ. αορ. βʹ του [[ἵστημι]].
}}
}}