Anonymous

συμπνίγω: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[πνίγω]]<br /><b>1.</b> [[πνίγω]] κάποιον σφίγγοντας τον λαιμό του με τα δυό μου χέρια<br /><b>2.</b> [[ασκώ]] [[πίεση]] [[πάνω]] σε κάποιον («οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν», ΚΔ)<br /><b>3.</b> με την [[πίεση]] που [[ασκώ]] [[εμποδίζω]] την [[ανάπτυξη]] («ἀνέβησαν αἱ ἄκανθαι καὶ συνέπνιξαν αὐτό», ΚΔ)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[αχρηστεύω]], [[εκμηδενίζω]] («ἡ [[ἀπάτη]] τοῡ πλούτου καὶ αἱ περὶ τὰ λοιπὰ ἐπιθυμίαι εἰσπορευόμεναι συμπνίγουσι τὸν λόγον», ΚΔ)<br /><b>μσν.</b><br /><b>παθ.</b> <i>συμπνίγομαι</i><br />(για τους χοίρους τών Γαδαρηνών) πνίγομαι στο [[νερό]] [[μαζί]] με άλλους.
|mltxt=ΜΑ [[πνίγω]]<br /><b>1.</b> [[πνίγω]] κάποιον σφίγγοντας τον λαιμό του με τα δυό μου χέρια<br /><b>2.</b> [[ασκώ]] [[πίεση]] [[πάνω]] σε κάποιον («οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν», ΚΔ)<br /><b>3.</b> με την [[πίεση]] που [[ασκώ]] [[εμποδίζω]] την [[ανάπτυξη]] («ἀνέβησαν αἱ ἄκανθαι καὶ συνέπνιξαν αὐτό», ΚΔ)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[αχρηστεύω]], [[εκμηδενίζω]] («ἡ [[ἀπάτη]] τοῡ πλούτου καὶ αἱ περὶ τὰ λοιπὰ ἐπιθυμίαι εἰσπορευόμεναι συμπνίγουσι τὸν λόγον», ΚΔ)<br /><b>μσν.</b><br /><b>παθ.</b> <i>συμπνίγομαι</i><br />(για τους χοίρους τών Γαδαρηνών) πνίγομαι στο [[νερό]] [[μαζί]] με άλλους.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμπνίγω:''' [ῑ], μέλ. <i>-πνίξομαι</i>, [[στραγγαλίζω]], [[πνίγω]], [[πιέζω]] με [[δύναμη]], [[σφίγγω]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}