Anonymous

συγκλητικός: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συγκλητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σύγκλητος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρωμαϊκή σύγκλητο (α. «συγκλητική [[τάξη]]» β. «συγκλητικοί πατέρες» — τα [[μέλη]] της ρωμαϊκής συγκλήτου)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[συγκλητικός]]<br />[[μέλος]] της ρωμαϊκής συγκλήτου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκλητικὸ(ν) [[δόγμα]]»<br /><b>ρωμ. δίκ.</b> [[απόφανση]] της συγκλήτου επί ερωτήματος του άρχοντος<br />β) «συγκλητική [[επαρχία]]» — [[υποδιαίρεση]] της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με επικεφαλής έναν διατελέσαντα πραίτωρα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με τη σύγκλητο ανώτατης σχολής<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> [[μέλος]] της συγκλήτου του πανεπιστημίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «συγκλητικὸν [[μέλος]]» — [[προσκλητήριο]] [[μέλος]] της συγκλήτου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγκλητικῶς</i> Μ<br />[[κατά]] τον τρόπο τών συγκλητικών.
|mltxt=-ή, -ό / [[συγκλητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σύγκλητος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρωμαϊκή σύγκλητο (α. «συγκλητική [[τάξη]]» β. «συγκλητικοί πατέρες» — τα [[μέλη]] της ρωμαϊκής συγκλήτου)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[συγκλητικός]]<br />[[μέλος]] της ρωμαϊκής συγκλήτου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκλητικὸ(ν) [[δόγμα]]»<br /><b>ρωμ. δίκ.</b> [[απόφανση]] της συγκλήτου επί ερωτήματος του άρχοντος<br />β) «συγκλητική [[επαρχία]]» — [[υποδιαίρεση]] της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με επικεφαλής έναν διατελέσαντα πραίτωρα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με τη σύγκλητο ανώτατης σχολής<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> [[μέλος]] της συγκλήτου του πανεπιστημίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «συγκλητικὸν [[μέλος]]» — [[προσκλητήριο]] [[μέλος]] της συγκλήτου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγκλητικῶς</i> Μ<br />[[κατά]] τον τρόπο τών συγκλητικών.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγκλητικός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει το [[αξίωμα]] του Συγκλητικού, Λατ. [[senatorius]], σε Πλούτ.
}}
}}