Anonymous

συμμεθίστημι: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>συμμεθίσταμαι</i><br /><b>(αμτβ.)</b> [[αλλάζω]] [[θέση]] ταυτόχρονα με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μεθίστημι]] «[[μεταφέρω]], [[μεταβάλλω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>συμμεθίσταμαι</i><br /><b>(αμτβ.)</b> [[αλλάζω]] [[θέση]] ταυτόχρονα με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μεθίστημι]] «[[μεταφέρω]], [[μεταβάλλω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμμεθίστημι:'''<b class="num">I.</b> [[συμμετέχω]] στη [[μεταβολή]] κάποιου πράγματος, [[συμμεταβάλλω]]· γʹ ενικ. <i>συμμεθιστᾷ</i> (από <i>-[[ιστάω]]</i>), σε Στράβ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., [[αλλάζω]] συγχρόνως [[θέση]] με κάποιον, σε Πλούτ.
}}
}}