3,271,361
edits
(38) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[σποραδικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σποράς]], -[[άδος]]]<br /><b>1.</b> [[σκόρπιος]], σκορπισμένος εδώ κι [[εκεί]] (α. «σποραδικοί οικισμοί» β. «τῶν τε γὰρ θηρίων τὰ μὲν ἀγελαῑα τὰ δὲ [[σποραδικά]] ἐστιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για νόσο) αυτός που υπάρχει ή μεταδίδεται σε [[κάθε]] [[τόπο]] και σε οποιονδήποτε χρόνο και προσβάλλει μικρό αριθμό ατόμων διάσπαρτων [[μέσα]] σε έναν πληθυσμό, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ενδημικό και τον επιδημικό («[[σποραδικά]] νοσήματα», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται ή συμβαίνει σε αραιά ή σε μη κανονικά χρονικά διαστήματα (α. «σποραδικοί πυροβολισμοί» β. «σποραδικές βροχές»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σποραδικώς]] / <i>σποραδικῶς</i> ΝΜΑ, και [[σποραδικά]] Ν<br />εδώ και [[εκεί]], διάσπαρτα στον χώρο ή σε όχι κανονικά χρονικά διαστήματα. | |mltxt=-ή, -ό / [[σποραδικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σποράς]], -[[άδος]]]<br /><b>1.</b> [[σκόρπιος]], σκορπισμένος εδώ κι [[εκεί]] (α. «σποραδικοί οικισμοί» β. «τῶν τε γὰρ θηρίων τὰ μὲν ἀγελαῑα τὰ δὲ [[σποραδικά]] ἐστιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για νόσο) αυτός που υπάρχει ή μεταδίδεται σε [[κάθε]] [[τόπο]] και σε οποιονδήποτε χρόνο και προσβάλλει μικρό αριθμό ατόμων διάσπαρτων [[μέσα]] σε έναν πληθυσμό, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ενδημικό και τον επιδημικό («[[σποραδικά]] νοσήματα», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται ή συμβαίνει σε αραιά ή σε μη κανονικά χρονικά διαστήματα (α. «σποραδικοί πυροβολισμοί» β. «σποραδικές βροχές»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σποραδικώς]] / <i>σποραδικῶς</i> ΝΜΑ, και [[σποραδικά]] Ν<br />εδώ και [[εκεί]], διάσπαρτα στον χώρο ή σε όχι κανονικά χρονικά διαστήματα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σπορᾰδικός:''' -ή, -όν, διασκορπισμένος, [[διάσπαρτος]]· <i>τὰ σποραδικὰ ζῷα</i>, αντίθ. προς <i>τὰ ἀγελαῖα</i> (αυτά που πηγαίνουν κοπαδιαστά), σε Αριστ. | |||
}} | }} |