Anonymous

συνακμάζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) βρίσκομαι στην [[ακμή]] μου συγχρόνως με κάποιον [[άλλο]] («μὴ συνακμασάντων [[μηδὲ]] συμβαλλόντων εἰς τὸ αὐτὸ τὴν δύναμιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για φυτά) [[ανθώ]], [[θάλλω]] συγχρόνως<br /><b>μσν.</b><br />[[παλιώνω]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («τὸ [[ἔνδυμα]] συνακμάζει αὐτοῡ τῷ ἐκεῑ βίῳ», Νείλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «συνακμάζειν ταῑς ὁρμαῑς» — το να [[είναι]] [[κάτι]] στον ύψιστο βαθμό ζηλευτό για [[κάτι]] (<b>Πολ.</b>).
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) βρίσκομαι στην [[ακμή]] μου συγχρόνως με κάποιον [[άλλο]] («μὴ συνακμασάντων [[μηδὲ]] συμβαλλόντων εἰς τὸ αὐτὸ τὴν δύναμιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για φυτά) [[ανθώ]], [[θάλλω]] συγχρόνως<br /><b>μσν.</b><br />[[παλιώνω]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («τὸ [[ἔνδυμα]] συνακμάζει αὐτοῡ τῷ ἐκεῑ βίῳ», Νείλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «συνακμάζειν ταῑς ὁρμαῑς» — το να [[είναι]] [[κάτι]] στον ύψιστο βαθμό ζηλευτό για [[κάτι]] (<b>Πολ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνακμάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ακμάζω]], [[ανθώ]] συγχρόνως, λέγεται για φυτά, σε Ανθ.
}}
}}