Anonymous

συζάω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ"
(6)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶῶ")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=συζάω
|Medium diacritics=συζάω
|Low diacritics=συζάω
|Capitals=ΣΥΖΑΩ
|Transliteration A=syzáō
|Transliteration B=syzaō
|Transliteration C=syzao
|Beta Code=suza/w
|Definition=only in form [[συζῶ]].
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0972.png Seite 972]] (s. [[ζάω]]), mit-, zusammenleben; auch [[θηρίον]] ὕδατι συζῶν, im Wasser lebend, Aesch. frg. in B. A. 5, 21; Plat. Polit. 302 b; sein Leben wobei zubringen, φιλοπραγμοσύνῃ χρῆσθαι καὶ συζῆν, Dem. 1, 14; πενίᾳ, Alciphr. 1, 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0972.png Seite 972]] (s. [[ζάω]]), mit-, zusammenleben; auch [[θηρίον]] ὕδατι συζῶν, im Wasser lebend, Aesch. frg. in B. A. 5, 21; Plat. Polit. 302 b; sein Leben wobei zubringen, φιλοπραγμοσύνῃ χρῆσθαι καὶ συζῆν, Dem. 1, 14; πενίᾳ, Alciphr. 1, 8.
}}
{{bailly
|btext=[[συζῶ]] :<br /><i>f.</i> συζήσομαι, <i>etc.</i><br />vivre ensemble, vivre avec : τινι, [[μετά]] τινος avec qqn ; <i>fig.</i> vivre avec (une habitude, une passion, <i>etc.</i>) τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ζάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''συζάω:'''<br /><b class="num">1</b> [[жить вместе]] (τινι и [[μετά]] τινος Arst., Dem., NT): τὸ [[συζῆν]] Arst., NT совместная жизнь, сожительство;<br /><b class="num">2</b> [[проводить жизнь]], [[жить]] (ὕδατι Aesch.; τῇ φιλοπραγμοσύνῃ Dem.): βίῳ αὐχμηρῷ σ. Luc. вести суровую жизнь.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συζάω''': ζῶ μετά τινος, χαλεπὴ συζῆν Πλάτ. Πολιτ. 302Β, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 6, 1., 9. 9, 10, κ. ἀλλ.· [[μετὰ]] δοτ. προσ., σ. τινι Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 231b, Δημ. 363. 4· μετά τινος Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 3, 4· [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., σ. φιλοπραγμοσύνῃ, [[διέρχομαι]] τὴν ζωήν μου ἐν πολυπραγμοσύνῃ, ἀναμιγνυόμενος εἰς ὑποθέσεις, Δημ. 13. 10· βίῳ αὐχμηρῷ σ. Λουκ. περὶ Ὀρχ. 1· [[ἀλλά]], [[θηρίον]] ὕδατι συζῶν, ζῶν ἐν τῷ ὕδατι, Αἰσχύλ. (;) ἐν Α. Β. 5. 2) ἀπολ., ζῶ [[ὁμοῦ]], συζῶ, Ἀριστ. Πολ. 3. 6, 3, πρβλ. 3. 9, 13, Ἠθ. Νικ. 8, 3, 5· οἱ συζῶντες [[αὐτόθι]] 8. 5, 1.
|lstext='''συζάω''': ζῶ μετά τινος, χαλεπὴ συζῆν Πλάτ. Πολιτ. 302Β, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 6, 1., 9. 9, 10, κ. ἀλλ.· μετὰ δοτ. προσ., σ. τινι Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 231b, Δημ. 363. 4· μετά τινος Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 3, 4· μετὰ δοτ. πράγμ., σ. φιλοπραγμοσύνῃ, [[διέρχομαι]] τὴν ζωήν μου ἐν πολυπραγμοσύνῃ, ἀναμιγνυόμενος εἰς ὑποθέσεις, Δημ. 13. 10· βίῳ αὐχμηρῷ σ. Λουκ. περὶ Ὀρχ. 1· [[ἀλλά]], [[θηρίον]] ὕδατι συζῶν, ζῶν ἐν τῷ ὕδατι, Αἰσχύλ. (;) ἐν Α. Β. 5. 2) ἀπολ., ζῶ [[ὁμοῦ]], συζῶ, Ἀριστ. Πολ. 3. 6, 3, πρβλ. 3. 9, 13, Ἠθ. Νικ. 8, 3, 5· οἱ συζῶντες [[αὐτόθι]] 8. 5, 1.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> συζήσομαι, <i>etc.</i><br />vivre ensemble, vivre avec : τινι, [[μετά]] τινος avec qqn ; <i>fig.</i> vivre avec (une habitude, une passion, <i>etc.</i>) τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ζάω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 12: Line 26:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=(L T Tr WH συνζάω (cf. [[σύν]], II. at the [[end]])); [[future]] συζήσω; to [[live]] [[together]] [[with]] [[one]] (cf. [[σύν]], II:1): of [[physical]] [[life]] on [[earth]], opposed to συναποθανεῖν, τῷ Χριστῷ, to [[live]] a [[new]] [[life]] in [[union]] [[with]] the risen Christ, i. e. a [[life]] dedicated to God, [[Plato]], [[Demosthenes]], [[Aristotle]], others.)  
|txtha=(L T Tr WH συνζάω (cf. [[σύν]], II. at the [[end]])); [[future]] συζήσω; to [[live]] [[together]] [[with]] [[one]] (cf. [[σύν]], II:1): of [[physical]] [[life]] on [[earth]], opposed to συναποθανεῖν, τῷ Χριστῷ, to [[live]] a [[new]] [[life]] in [[union]] [[with]] the risen Christ, i. e. a [[life]] dedicated to God, [[Plato]], [[Demosthenes]], [[Aristotle]], others.)
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συζάω:''' μέλ. <i>-ζήσω</i>, ζω μαζί με κάποιον, [[συμβιώνω]], [[συγκατοικώ]], [[συζώ]], με δοτ., σε Δημ. κ.λπ.· με δοτ. πράγμ., [[συζάω]] φιλοπραγμοσύνῃ, περνώ τη [[ζωή]] μου μέσα στην [[πολυπραγμοσύνη]], καταγινόμενος με πολλές υποθέσεις, στον ίδ.· απόλ., [[συμβιώνω]], σε Αριστ.
|lsmtext='''συζάω:''' μέλ. <i>-ζήσω</i>, ζω μαζί με κάποιον, [[συμβιώνω]], [[συγκατοικώ]], [[συζώ]], με δοτ., σε Δημ. κ.λπ.· με δοτ. πράγμ., [[συζάω]] φιλοπραγμοσύνῃ, περνώ τη [[ζωή]] μου μέσα στην [[πολυπραγμοσύνη]], καταγινόμενος με πολλές υποθέσεις, στον ίδ.· απόλ., [[συμβιώνω]], σε Αριστ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -ζήσω<br />to [[live]] with [[another]], c. dat., Dem., etc.; c. dat. rei, ς. φιλοπραγμοσύνῃ to [[pass]] one's [[life]] in meddling, Dem.:—absol. to [[live]] [[together]], Arist.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':suz£w 需-撒哦<br />'''詞類次數''':動詞(3)<br />'''原文字根''':同-活<br />'''字義溯源''':一同繼續活著,同生,同活;由([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=同)與([[ζάω]])*=活)組成<br />'''出現次數''':總共(3);羅(1);林後(1);提後(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 必⋯同活(1) 羅6:8;<br />2) 同活(1) 提後2:11;<br />3) 同生(1) 林後7:3
}}
}}