Anonymous

συλλύω: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[λύ</i>(<i>ν</i>)<i>ω]]<br /><b>1.</b> [[λύνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον ή άλλους («ξύλλυε μητρὸς δεσμὸν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαλύω]] δυσκολίες, [[βοηθώ]] στην [[επίλυση]] προβλημάτων<br /><b>3.</b> [[συνδιαλλάσσω]], [[συμβιβάζω]], [[συμφιλιώνω]]<br /><b>4.</b> [[συνοικώ]], [[διαμένω]] [[κάτω]] από την [[ίδια]] [[στέγη]] με άλλον<br /><b>5.</b> (το μέσ.) <i>συλλύομαι</i><br />α) [[βοηθώ]] να λυτρωθεί [[κάποιος]], [[λυτρώνω]] κάποιον<br />β) συμβιβάζομαι, συμφιλιώνομαι.
|mltxt=Α [[λύ</i>(<i>ν</i>)<i>ω]]<br /><b>1.</b> [[λύνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον ή άλλους («ξύλλυε μητρὸς δεσμὸν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαλύω]] δυσκολίες, [[βοηθώ]] στην [[επίλυση]] προβλημάτων<br /><b>3.</b> [[συνδιαλλάσσω]], [[συμβιβάζω]], [[συμφιλιώνω]]<br /><b>4.</b> [[συνοικώ]], [[διαμένω]] [[κάτω]] από την [[ίδια]] [[στέγη]] με άλλον<br /><b>5.</b> (το μέσ.) <i>συλλύομαι</i><br />α) [[βοηθώ]] να λυτρωθεί [[κάποιος]], [[λυτρώνω]] κάποιον<br />β) συμβιβάζομαι, συμφιλιώνομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συλλύω:''' μέλ. <i>-ύσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[βοηθώ]] στη [[διάλυση]], τη [[χαλάρωση]], σε Ευρ.· [[βοηθώ]] ώστε να ξεπεραστεί μια [[δυσκολία]] ή να τερματιστεί μια [[διένεξη]], [[εξομαλύνω]], [[συμφιλιώνω]], [[συμβιβάζω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[καταλύω]] υπό την [[ίδια]] [[στέγη]], [[συγκατοικώ]], σε Αισχύλ.· πρβλ. [[καταλύω]].
}}
}}