Anonymous

σύμφορος: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σύμφορος]], -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφορος Α [[συμφέρω]]<br /><b>1.</b> [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]], [[επωφελής]] («θυμὸς δ' ἐν κακοῑς οὐ ξύμφορον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατάλληλος]], [[πρόσφορος]] («σύμφορη [[λύση]]»)<br /><b>3.</b> [[ευνοϊκός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συνοδεύει, ο [[σύντροφος]] («λιμὸς γάρ τοι [[πάμπαν]] ἀεργῷ [[σύμφορος]] ἀνδρί», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σύμφορον</i><br />το [[συμφέρον]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «σύμφορόν ἐστι» — [[είναι]] ταιριαστό, αρμόζει («[[οὔτοι]] σύμφορόν ἐστι γυνὴ νέα ἀνδρὶ γέροντι», <b>Θεόγν.</b>)<br />β) «δρᾱν τὰ συμφορώτατά τινι» — το να κάνει [[κανείς]] ό,τι τον συμφέρει περισσότερο.
|mltxt=-η, -ο / [[σύμφορος]], -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφορος Α [[συμφέρω]]<br /><b>1.</b> [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]], [[επωφελής]] («θυμὸς δ' ἐν κακοῑς οὐ ξύμφορον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατάλληλος]], [[πρόσφορος]] («σύμφορη [[λύση]]»)<br /><b>3.</b> [[ευνοϊκός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συνοδεύει, ο [[σύντροφος]] («λιμὸς γάρ τοι [[πάμπαν]] ἀεργῷ [[σύμφορος]] ἀνδρί», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σύμφορον</i><br />το [[συμφέρον]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «σύμφορόν ἐστι» — [[είναι]] ταιριαστό, αρμόζει («[[οὔτοι]] σύμφορόν ἐστι γυνὴ νέα ἀνδρὶ γέροντι», <b>Θεόγν.</b>)<br />β) «δρᾱν τὰ συμφορώτατά τινι» — το να κάνει [[κανείς]] ό,τι τον συμφέρει περισσότερο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σύμφορος:''' -ον ([[συμφέρω]] III),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που συμβαίνει από κοινού με, [[συνακόλουθος]], [[επακόλουθος]], συνοδευτικός, λιμὸςἀεργῷ [[σύμφορος]] [[ἀνδρί]], η [[πείνα]] συντροφεύει τον άεργο άνθρωπο, σε Ησίοδ.· με γεν., <i>πενίης σύμφορα</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[χρήσιμος]], [[επωφελής]], [[επικερδής]], [[ωφέλιμος]], [[ταιριαστός]], [[καλός]], με δοτ., στον ίδ., σε Θουκ.· σύμφορόν ἐστι = [[συμφέρει]], με απαρ., σε Ηρόδ.· <i>Πλούτῳ συμφορώτατον</i>, σε Αριστοφ.· <i>τὰ σύμφορα</i>, ό,τι είναι ωφέλιμο ή επωφελές, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.· <i>τὸ ὑμέτερον ξύμφορον</i>, η συνυφασμένη προς το όφελος [[δικαιολογία]] σας, σε Θουκ.· επίρρ., [[συμφόρως]] ἔχειν, με επωφελή τρόπο, ωφέλιμα, σε Ξεν.· συγκρ. <i>συμφορώτερον</i>, σε Θουκ.· υπερθ. <i>-ώτατα</i>, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[σπανίως]] λέγεται για πρόσωπα, <i>ξυμφορώτατοι προσπολεμῆσαι</i>, οι καταλληλότεροι για να πολεμήσει [[κάποιος]] [[εναντίον]] τους, σε Θουκ.
}}
}}