3,277,819
edits
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α [[συνεπαινῶ]]<br />αυτός που επαινεί, που επιδοκιμάζει [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]] («ἡ βουλὴ [[συνέπαινος]] Πείσωνι γενομένη», Δίων Κάσσ.). | |mltxt=-ον, Α [[συνεπαινῶ]]<br />αυτός που επαινεί, που επιδοκιμάζει [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]] («ἡ βουλὴ [[συνέπαινος]] Πείσωνι γενομένη», Δίων Κάσσ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνέπαινος:''' -ον, αυτός που συμμετέχει στην [[έγκριση]] κάποιου πράγματος, [[σύμφωνος]]· [[συνέπαινος]] [[εἶναι]], [[δίνω]] τη συγκατάθεσή μου σε [[κάτι]], <i>τινι</i>, ή απόλ., σε Ηρόδ.· με αιτ. και απαρ. [[συναινώ]] να..., στον ίδ. | |||
}} | }} |