Anonymous

συνέπαινος: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[συνεπαινῶ]]<br />αυτός που επαινεί, που επιδοκιμάζει [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]] («ἡ βουλὴ [[συνέπαινος]] Πείσωνι γενομένη», Δίων Κάσσ.).
|mltxt=-ον, Α [[συνεπαινῶ]]<br />αυτός που επαινεί, που επιδοκιμάζει [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]] («ἡ βουλὴ [[συνέπαινος]] Πείσωνι γενομένη», Δίων Κάσσ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνέπαινος:''' -ον, αυτός που συμμετέχει στην [[έγκριση]] κάποιου πράγματος, [[σύμφωνος]]· [[συνέπαινος]] [[εἶναι]], [[δίνω]] τη συγκατάθεσή μου σε [[κάτι]], <i>τινι</i>, ή απόλ., σε Ηρόδ.· με αιτ. και απαρ. [[συναινώ]] να..., στον ίδ.
}}
}}