Anonymous

σύνθακος: Difference between revisions

From LSJ
6
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[σύνθωκος]].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[σύνθωκος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σύνθᾱκος:''' -ον, αυτός που κάθεται μαζί με κάποιον ή με [[συντροφιά]]· Ζηνὶ [[σύνθακος]] θρόνων, αυτή που μοιράζεται τον θρόνο του [[Δία]], σύνθρονη, λέγεται για την Αιδώ, σε Σοφ.· γενικά, [[συμμέτοχος]], [[σύντροφος]], [[συνέταιρος]], σε Ευρ.
}}
}}