Anonymous

συνείρω: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[συνάπτω]], [[συνδέω]], [[συμπλέκω]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με λόγους, ιδέες, φράσεις, επιχειρήματα) [[αραδιάζω]] [[κατά]] [[λογική]] [[σειρά]], [[συνδυάζω]] λογικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αφηγούμαι]] [[κάτι]] διαδοχικά ή [[λεπτομερώς]] («τὰς [[ἑξῆς]] πράξεις συνείρει», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρενθέτω]] σε λόγο<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[δημηγορώ]], [[διαλέγομαι]]<br />β) [[εξακολουθώ]] να [[μιλώ]] για την [[ίδια]] [[υπόθεση]]<br />γ) (γενικά) [[εξακολουθώ]], [[συνεχίζω]]<br />δ) [[είμαι]] [[συνεχής]] ή [[συνημμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εἴρω]] (Ι) «[[συνδέω]], [[συναρμόζω]]»].
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[συνάπτω]], [[συνδέω]], [[συμπλέκω]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με λόγους, ιδέες, φράσεις, επιχειρήματα) [[αραδιάζω]] [[κατά]] [[λογική]] [[σειρά]], [[συνδυάζω]] λογικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αφηγούμαι]] [[κάτι]] διαδοχικά ή [[λεπτομερώς]] («τὰς [[ἑξῆς]] πράξεις συνείρει», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρενθέτω]] σε λόγο<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[δημηγορώ]], [[διαλέγομαι]]<br />β) [[εξακολουθώ]] να [[μιλώ]] για την [[ίδια]] [[υπόθεση]]<br />γ) (γενικά) [[εξακολουθώ]], [[συνεχίζω]]<br />δ) [[είμαι]] [[συνεχής]] ή [[συνημμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εἴρω]] (Ι) «[[συνδέω]], [[συναρμόζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνείρω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ.·<br /><b class="num">I.</b> [[συνδέω]] κατά [[σειρά]], [[αραδιάζω]], Λατ. connectere, σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[παραθέτω]] λέξεις ή φράσεις σε [[σειρά]], με [[συνοχή]], σε Δημ. κ.λπ.· [[έπειτα]] φαινομενικά αμτβ., [[μιλώ]] [[συνεχώς]], ακατάπαυστα, [[εξακολουθώ]] [[χωρίς]] [[παύση]] την [[ομιλία]] μου, σε Ξεν.
}}
}}