Anonymous

συνεισέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[εἰσέρχομαι]]<br />[[εισέρχομαι]] [[μαζί]] με κάποιον.
|mltxt=Α [[εἰσέρχομαι]]<br />[[εισέρχομαι]] [[μαζί]] με κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεισέρχομαι:''' αποθ., [[εισέρχομαι]], [[μπαίνω]] με κάποιον ή μαζί, <i>δόμους</i>, σε Ευρ.· <i>ἐς οἴκους</i>, στον ίδ. κ.λπ.· το [[συνείσομαι]] χρησιμοποιείται ως μέλ. του [[σύνοιδα]].
}}
}}