Anonymous

συνήκω: Difference between revisions

From LSJ
6
(40)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. [[συνίκω]] και μτγν. δωρ. τ. [[συνείκω]] Α<br /><b>1.</b> έχω έλθει [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> συναντώμαι στο ίδιο [[σημείο]], [[συμπίπτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἥκω</i> «[[έρχομαι]], [[φτάνω]]»].
|mltxt=και δωρ. τ. [[συνίκω]] και μτγν. δωρ. τ. [[συνείκω]] Α<br /><b>1.</b> έχω έλθει [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> συναντώμαι στο ίδιο [[σημείο]], [[συμπίπτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἥκω</i> «[[έρχομαι]], [[φτάνω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνήκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> έχω έλθει μαζί με κάποιον, έχω έλθει με [[συντροφιά]], με [[συνοδεία]], έχω συναντηθεί, ερχόμενος με κάποιον, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[συνήκω]] εἰς ἕν, συναντώμαι σ' ένα και το αυτό [[σημείο]], συνάπτομαι, [[συμπίπτω]], [[καταλήγω]], σε Ξεν.
}}
}}